Είναι ο τουρισμός η μόνη ελπίδα της Μυκόνου;
Γράφει ο Μηνάς Λυριστής
Περιφερειακός Σύμβουλος μέλος της Συμμαχίας Ν Αιγαίου
Το φετινό καλοκαίρι υπήρξε η αφορμή για πολλούς συντοπίτες μας να αναλογιστούν εάν αφενός το τουριστικό μας προϊόν οδεύει προς την ορθή κατεύθυνση και αφετέρου εάν αυτή η μορφή οικονομικής ανάπτυξης είναι η μοναδική που μπορεί να εφαρμοστεί στον τόπο μας. Η Μύκονος είναι συνυφασμένη με τον τουρισμό, ο οποίος αποτελεί το κεντρικό μοντέλο ανάπτυξης ήδη από τη δεκαετία του 1980. Οι βάσεις βέβαια για να γίνει αυτό, θεμελιώθηκαν πολύ νωρίτερα. Το βασικό ερώτημα του παρόντος κειμένου όμως, είναι εάν ο Τουρισμός αποτελεί την αδιάσειστα ικανότερη αναπτυξιακή συνθήκη του νησιού μας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι βασικοί άξονες απασχόλησης στο νησί, ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία. Η μεταβολή των πυλώνων ανάπτυξης, άρχισε να αλλάζει εκείνη την περίοδο, όταν η αστικοποίηση και ανάπτυξη του πληθυσμού της χώρας της Μυκόνου υπήρξε ραγδαία. Σε συνάρτηση με την αύξηση του τουριστικού προϊόντος κατά το ίδιο διάστημα, δημιουργήθηκε η ανάγκη δημιουργίας υποδομών, αλλά και αλλαγής των χρήσεων γης από αγροτική σε οικιστική. Φυσικά, η αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών και η ανάγκη των δημοτικών αρχών να εμπλουτίσουν με κίνητρο το τουριστικό ρεύμα της εποχής, είχε σκοπό τη διατήρηση και αύξηση του τις επόμενες χρονιές.
Κάπως έτσι οδηγούμαστε στην περίοδο 1960-1990 όπου η τουριστική ανάπτυξη υπήρξε ταχύτατη, μονομερής αλλά και άναρχη. Η διάδοση του ονόματος της Μυκόνου σε παγκόσμιο επίπεδο διά μέσου των διεθνούς φήμης προσωπικοτήτων που το επισκέπτονταν, οι διάφοροι νόμοι και διατάξεις του ελληνικού κράτος που υπήρξαν ευνοϊκοί προς την τουριστική ανάπτυξη αλλά και οι ιδιωτικές επενδύσεις, ευνόησαν τον τουρισμό ιδιαίτερα. Επιπλέον, προς το τέλος της περιόδου αυτής, εντοπίζονται και οι πρώτες ξένες επενδύσεις. Έως και το 1990 περίπου, το νησί βασιζόταν στο αφήγημα της μυκονιάτικης φιλοξενίας, της ανοχής και των ήρεμων διακοπών. Επιπρόσθετα, οι κακές υποδομές της υπόλοιπης Ελλάδας αλλά και η γεωγραφική θέση του νησιού δημιούργησαν τις συνθήκες για να καταστεί κέντρο τουριστικού ενδιαφέροντος.
Ωστόσο δεν θα μπορούσε η Μύκονος να ξεφύγει από τη γενικότερη ευφορία που περνούσε εκείνη τη δεκαετία ολόκληρη η χώρα. Από το 1990 έως και σήμερα η Μύκονος αναπτύχθηκε ραγδαία σε δύο τομείς. Αφενός τις δημόσιες υποδομές και αφετέρου τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Το νησί μεταλλάχθηκε σε παγκόσμιο τουριστικό θέρετρο υψηλού κύρους, φήμης αλλά και κόστους. Το αντίτιμο βέβαια, υπήρξε πικρό. Η άναρχη οικοδομική ανάπτυξη, η πολιτισμική μετάλλαξη, η πολεοδομική αλλοίωση ήταν εμφανής. Μα ακόμη χειρότερα, η αδυναμία της τοπικής κοινωνίας να αντισταθεί στο εύκολο μα πρόσκαιρο χρήμα, οδήγησε τους κατοίκους σε μια οικονομική ευμάρεια δίχως στέρεες βάσεις.
Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω, θα νόμιζε πως όλα στο νησί βαίνουν καλώς. Ωστόσο, αξίζει να γραφεί, τι ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού ως βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.
“Βιώσιμη, ορίζεται η τουριστική ανάπτυξη που οδηγεί στη διαχείριση όλων των πηγών ενός προορισμού με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και αισθητικές ανάγκες χωρίς να διαταράσσεται η ποικιλομορφία, η οικολογία και η πολιτιστική ακεραιότητα του προορισμού”
Αναντίρρητα, οι οικονομικές ανάγκες του μεγαλύτερου μέρους του μυκονιάτικου πληθυσμού καλύπτονται επαρκώς. Ωστόσο, ποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει πως η πολιτιστική ακεραιότητα, η οικολογική αντίληψη αλλά και οι αισθητική δεν έχει διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι μη αναστρέψιμη;
Το παραδοσιακό στοιχείο έχει δυστυχώς χαθεί. Τα πολιτισμικά δρώμενα του νησιού πολτοποιήθηκαν και σήμερα πραγματοποιούνται μεν, χωρίς όμως το μεράκι, το φιλότιμο και την αγαθή πρόθεση του παρελθόντος. Η αισθητική έχει εξαφανιστεί, αρχικά από τη χώρα της Μυκόνου όπου τα γραφικά σοκάκια μετεξελίχθηκαν σε γραφικές οδούς του μεταμεσονύκτιου σοκ. Και το υπόλοιπο νησί όμως κινείται στο ίδιο πλαίσιο, ιδίως οι πρώην αγροτικές περιοχές. Εκεί που κάποτε οι Μυκονιάτες φυτεύαν το κριθάρι, σήμερα βλέπουμε αμφίβολης αισθητικής ξενοδοχειακές μονάδες και βίλες, είτε εντός είτε εκτός σχεδίου πόλεως, με έναν όμως κοινό παρονομαστή: Την άναρχη δόμηση.
Είναι απορίας άξιο μάλιστα, πως οι Μυκονιάτες, πιστοί στη σχολή αρχιτεκτονικής της απλότητας, της φωτεινότητας και των λευκών αποχρώσεων, αποδέχονται σήμερα να κατακλύζεται το νησί τους από αμφίβολης αισθητικής φαραωνικές κατασκευές. Όλα αυτά όμως, δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της “τουριστικής ανάπτυξης”, μιας ανάπτυξης που για κάποιους είναι αδύνατον να είναι μη λειτουργική. Μιας ανάπτυξης η οποία ακόμη και σήμερα δεν είναι αποδεκτό να δέχεται κριτική. Μιας ανάπτυξης, που “εσαεί θα αποφέρει κέρδος στο νησί”.
Ο τουρισμός αναπτύχθηκε τόσο ραγδαία στο νησί της Μυκόνου έναντι άλλων ασχολιών, κυρίως επειδή αποτελεί μια δραστηριότητα κοσμοπολίτικη, μακριά από τις βαριές εργασίες της αλιείας, της κτηνοτροφίας ή της γεωργίας. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε πως οι παραπάνω δραστηριότητες αποτελούν πρωτογενείς κατηγορίες παραγωγής, ενώ ο τουρισμός τριτογενή. Αυτό σημαίνει πως σε εξαιρετικές και σπάνιες περιπτώσεις (όπως επί παραδείγματι με την πανδημία του Covid-19) η οικονομική δραστηριότητα η οποία βασίζεται σε έναν μόνο τομέα παραγωγής δεν μπορεί να αποφέρει έσοδα. Πιο απλά, ο τουρισμός χωρίς τουρίστες δεν μπορεί να αποφέρει έσοδα σε μια κοινωνία. Αντίθετα, η γεωργία, η αλιεία και η κτηνοτροφία, παράγουν έσοδα από μηδενική βάση.
Ένα ενθαρρυντικό σημείο της τελευταίας δεκαετίας στη Μύκονο, είναι πως πέραν της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, δειλά δειλά εμφανίζονται επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι άμεσα συσχετιζόμενες με το τουριστικό προϊόν. Ζυθοποιίες, οινοποιίες, γαλακτοκομικά προϊόντα, αλιεύματα αλλά και προϊόντα της μυκονιάτικης γης εντάσσονται στην παραγωγική ζωή του νησιού, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στις επιλογές της οικονομικής ανάπτυξης. Τέτοιες ενέργειες, παρότι ακόμη βρίσκονται σε νεαρό στάδιο εξέλιξης, μπορούν να δώσουν στο νησί την απαραίτητη ώθηση που χρειάζεται, και να μειώσουν την εξάρτηση του από το τουριστικό προϊόν. Τέτοιες πρακτικές μόνο θετικά μπορούν να προσδώσουν στην κοινωνία του νησιού, αλλά κυρίως στην οικονομική δραστηριότητα που αναπαράγεται σε αυτό.
Μήπως είναι όμως ο τουρισμός η μοναδική δραστηριότητα που μπορεί να ευδοκιμήσει στη Μύκονο; Αυτό το ερώτημα δοκιμάζει το παρόν κείμενο να απαντήσει. Η Μύκονος, με την υψηλή αστικοποίηση που βιώνει τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει μια οικονομική ζωή απόλυτα βασιζόμενη στον τουρισμό. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο νησί αλλά και το προσωπικό που εργάζεται σε αυτές, αποτελούν μέρος της αλυσίδας αυτής. Ωστόσο είναι εξίσου προφανές πως η βασική οικονομική δραστηριότητα στο νησί, συμβαίνει από τα τέλη της άνοιξης έως τα μέσα του φθινοπώρου. Το υπόλοιπων διάστημα όμως, το νησί υπολειτουργεί. Το γεγονός αυτό, οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπάρχει η ευκαιρία για περαιτέρω αναπτυξιακές πολιτικές σε κατηγορίες διαφορετικές από τον τουρισμό. Είναι μια χρυσή ευκαιρία για το νησί, να δημιουργήσει αυτάρκεια προϊόντων αγροτικής παραγωγής, που θα μπορούσε αφενός να μειώσει το συνολικό κόστος διαβίωσης στο νησί για τους ντόπιους. θα προσέφερε θέσεις εργασίας στη νεολαία μας και κυρίως θα διέκοπτε ως ένα βαθμό τη σχέση εξάρτησης της νεολαίας με την εστίαση. Η διάνοιξη νέων δρόμων επαγγελματικής αποκατάστασης είναι μια από τις βασικές αρμοδιότητες της Πολιτείας, και σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να κινούμαστε.
Άποψη του γράφοντος είναι πως δεν μπορεί να συνεχιστεί η τουριστική ανάπτυξη στο νησί με την δομή της “μονοκαλλιέργειας”. Είναι απαραίτητο να υπάρξει σχεδιασμός και κεντρική πολιτική από τον Δήμο με την αρωγή της Περιφέρειας, έτσι ώστε να αυξηθεί η ποσόστωση των επαγγελματιών διαφορετικών κλάδων από αυτόν του τουρισμού. Η αλιεία, η γεωργία, η κτηνοτροφία αποτελούν δραστηριότητες που μπορούν να πραγματοποιηθούν στη Μύκονο. Και αντίστοιχα οι δραστηριότητες αυτές εάν γίνουν πραγματικότητα συντεταγμένα και με σχέδιο, μπορούν να δημιουργήσουν μια αξιόλογη γραμμή παραγωγής του δευτερογενούς τομέα. Στο στάδιο αυτό μπορεί να επιτευχθεί αυτάρκεια σε βασικά προϊόντα του νησιού, αλλά και εμπορική γραμμή. Το αποτέλεσμα θα είναι ευεργετικό για τους ντόπιους, αλλά θα αποτελέσει και μια μεγάλη ώθηση στο τουριστικό προϊόν, αφού όλες οι ασχολίες και δραστηριότητες στο νησί είναι αλληλοεξαρτώμενες.