Γράφει ο
Γιάννης Σαμαρτζής
Οικονομολόγος

 

Η καμπύλη Laffer (Λάφερ) πήρε την ονομασία της από τον Αμερικανό οικονομολόγο Arthur Laffer, ο οποίος με τη θεωρία του αυτή προσπαθούσε να εξηγήσει στους φοιτητές του στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, τη δεκαετία του 1970 – την εποχή της άνθησης της φιλελεύθερης οικονομίας, του νεοφιλελευθερισμού (της Σχολής του Σικάγο) – ότι, όταν οι κυβερνώντες αυξάνουν τους φορολογικούς συντελεστές, από ένα σημείο και μετά, τα φορολογικά έσοδα μειώνονται. 

Και αυτό, γιατί οδηγεί κάποιους φορολογούμενους, στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, στη μαύρη αγορά, και στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή.

Στο σχεδιάγραμμα, σύμφωνα με την καμπύλη Laffer – η οποία βασίζεται σε μια απλουστευμένη θεωρία –, όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι στο μηδέν έχουμε μηδέν κρατικά έσοδα.

Όταν ο φορολογικός συντελεστής φτάσει στο εκατό, πάλι έχουμε μηδέν φορολογικά έσοδα, αφού οι φορολογούμενοι δεν θα έχουν κανέναν απολύτως λόγο να εργαστούν, γιατί το κράτος θα εισπράξει ολόκληρο το εισόδημά τους.

Με βάση τη θεωρία αυτή, ενδιάμεσα μεταξύ του μηδέν και του εκατό υπάρχει ένας ιδανικός φορολογικός συντελεστής (σημείο Α στο σχεδιάγραμμα), ο οποίος αυξάνει και μεγιστοποιεί τα φορολογικά έσοδα του κράτους.

Κατά συνέπεια, όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι μικρότερος του ιδανικού ή πλησιάζει τον ιδανικό, δηλαδή βρίσκεται σε χαμηλό οικονομικό όριο, τότε τα έσοδα του κράτους αυξάνονται.

Αντίθετα, όταν ο φορολογικός συντελεστής είναι μεγαλύτερος από τον ιδανικό, τότε τα κρατικά έσοδα μειώνονται, με αποτέλεσμα η μείωση αυτή να αποβαίνει σε βάρος  του κρατικού προϋπολογισμού.

Δηλαδή, εδώ, αντί τα κρατικά έσοδα να αυξάνονται, σύμφωνα με τις επιθυμίες των κυβερνώντων, αυτά μειώνονται.

Όπως γνωρίζουμε από τα Δημόσια Οικονομικά, όταν η φορολογική επιβάρυνση  αυξάνεται, τότε μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των φορολογουμένων, επομένως μειώνεται η συνολική ιδιωτική κατανάλωση, μειώνεται η συνολική αποταμίευση και, συνεπεία αυτής, μειώνονται και οι επενδύσεις της χώρας.

Συνεπώς, μειώνεται και η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που εφόσον αυτή διαρκέσει επί μακρόν, η χώρα οδηγείται σε ύφεση.

Σε τελική ανάλυση, εξαιτίας της μειωμένης (αρνητικής) οικονομικής ανάπτυξης και της ύφεσης, μειώνονται και τα φορολογικά έσοδα του κράτους.

Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι μια σημαντική και αλόγιστη αύξηση των φορολογικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσει αυτομάτως, τόσο στη συρρίκνωση της Εθνικής Οικονομίας όσο και στη μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους, επιδρώντας έτσι αρνητικά και, αντίθετα από τις επιθυμίες των κυβερνώντων.

Η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται στην ψυχολογία των φορολογουμένων, οι οποίοι αντιδρούν παθητικά έναντι του φόρου και αρχίζουν να αναζητούν τρόπους αποφυγής των φορολογικών τους βαρών, είτε με τη φοροδιαφυγή, είτε με την εγκατάλειψη των εγχώριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την εγκατάστασή τους στο εξωτερικό όπου υπάρχουν χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, είτε με τη μεταφορά της έδρας τους σε offshores φορολογικούς παραδείσους.

Είναι γνωστή η ρήση  του Heinrich Popitz (1925-2002) Γερμανού κοινωνιολόγου, σύμφωνα με την οποία «όσο ανέρχεται το επίπεδο της φορολογικής επιβάρυνσης, τόσο κατέρχεται το επίπεδο της φορολογικής ηθικής», οδηγώντας δηλαδή τους πολίτες στη φοροδιαφυγή, η οποία δυστυχώς θεωρείται από όλους μεταδοτική «ασθένεια» και, επομένως, αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα του φορολογουμένου, που τίθεται σε λειτουργία όταν η φορολογική του πίεση γίνεται επαχθής και εξοντωτική.

Αλλά και ο Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), Ιταλός φιλόσοφος και πολιτικός, Μαρξιστής – Λενινιστής, διατύπωσε την περιβόητη φράση «ο φόρος σκοτώνει τον φόρο».

Εξάλλου, θεωρείται δεδομένο και καθολικό φαινόμενο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ότι, ο φόρος αποτελεί ξένο σώμα και ότι όλοι προσπαθούν να τον αποβάλουν μετακυλίοντάς τον σε τρίτους.

Συνήθως, οι κυβερνώντες, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της χώρας, προσδιορίζουν το ανώτερο οικονομικό όριο φορολογίας και όχι πέραν αυτού, για να αποφύγουν τις τυχόν επιβλαβείς οικονομικές παρενέργειες της φορολογίας.

Τέτοιες παρενέργειες, πέραν αυτών που προανέφερα, είναι: η μείωση των κινήτρων οικονομικής δραστηριότητας, η αποθάρρυνση δηλαδή  της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, η μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών μονάδων εξαιτίας του αυξημένου φορολογικού κόστους  και, εν τέλει, το κλείσιμο των επιχειρήσεων.

Οι οικονομικές αυτές παρενέργειες, οδηγούν με γοργούς ρυθμούς στην εξόντωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και, κατά συνέπεια, στη μείωση της απασχόλησης και στην αύξηση της ανεργίας.

Επομένως, η υπερφορολόγηση «σκοτώνει» την επιχειρηματικότητα και οδηγεί τη χώρα σε μια αντιαναπτυξιακή κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σοβαρές απώλειες στην Εθνική Οικονομία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών,  η φοροδιαφυγή στη χώρα μας, μόνο από τον ΦΠΑ το 2021, υπολογίστηκε στα 5.350 δισ. ευρώ, ενώ τη χρονική περίοδο 2010 – 2020, όπου επί μια 8ετία είχαμε τις συνέπειες του μνημονίου, οι  απώλειες από τον ΦΠΑ υπολογίστηκαν γύρω στα 120 δισ. ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, οι κύριοι βασικοί σκοποί, αλλά και στόχοι της οικονομικής πολιτικής κάθε χώρας είναι: η οικονομική της ανάπτυξη, η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης του εργατικού της δυναμικού, και η ανακατανομή των παραγωγικών της πόρων, με κύριο σκοπό την ανάπτυξη και αναβάθμιση των αναγκαίων παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, καθώς και την αναδιανομή των εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Οι σκοποί αυτοί επιτυγχάνονται, εκτός των άλλων πολιτικών, με μια δίκαιη για τους πολίτες, αξιόπιστη φορολογική πολιτική.

Επιγραμματικά, η φορολογική επιβάρυνση, κατά κανόνα οδηγεί στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην αποθάρρυνση, τόσο των εγχώριων, όσο και των ξένων επενδυτικών δραστηριοτήτων προς τη χώρα μας, με αποτέλεσμα να επιδρά αρνητικά, δηλαδή στη μείωση  των φορολογικών εσόδων της  χώρας .

Στο διάγραμμα, παρατηρούμε ότι στην κορυφή της Καμπύλης Laffer, προέκταση του σημείου Α (ιδανικός φορολογικός συντελεστής), έχουμε τα μέγιστα φορολογικά έσοδα.

Αντίθετα, στους φορολογικούς συντελεστές 0 και 100, έχουμε μηδέν φορολογικά έσοδα.