H Ρωσία πρέπει να βγει από αυτόν τον πόλεμο αποδυναμωμένη
Δεν πρέπει να κερδίσει η Ρωσία από τον πόλεμο με την Ουκρανία
Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πριν από περίπου τρεις μήνες, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν έχουν σταματήσει να καταδικάζουν αυτή την εξωφρενική πράξη και να δηλώνουν τη στήριξή τους στην Ουκρανία. Ωστόσο, όσο και αν εμφανίζονταν ενωμένες ως προς την αγανάκτησή τους, τόσο ασαφείς ήταν όσον αφορά τους στόχους τους.
Αυτή η στάση έχει αρχίσει να αλλάζει. Πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Lloyd Austin δήλωσε ότι η Αμερική “θέλει να δει τη Ρωσία αποδυναμωμένη” ώστε να μην μπορεί να απειλήσει τους γείτονές της ξανά. Η υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Liz Truss δήλωσε ότι η χώρα της θα επιδιώξει “να εκδιώξει τη Ρωσία από ολόκληρη την Ουκρανία”. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Κομισιόν, δήλωσε ότι “θέλουμε η Ουκρανία να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο”.
Αυτό όμως που η Δύση δεν έχει ξεκαθαρίσει είναι το πώς θέλει να τελειώσει ο πόλεμος. Ενώ έχει επιλέξει τα μέσα για να απαντήσει στην επιθετικότητα της Ρωσίας -κυρίως στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία και κυρώσεις κατά της Μόσχας – δεν έχει καθορίσει τους σκοπούς που θα εξυπηρετήσουν αυτές οι μέθοδοι. Αντιθέτως, η δυτική πολιτική έχει επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό σε αποτελέσματα που θέλει να αποφύγει παρά να επιτύχει. Το πρώτο είναι μια ουκρανική ήττα που θα επιτρέψει στη Ρωσία να εγκαταστήσει ένα καθεστώς “μαριονέτας” στο Κίεβο. Το δεύτερο είναι η στροφή της Ρωσίας σε όπλα μαζικής καταστροφής ή η επέκταση του πολέμου πέρα από την Ουκρανία.
Εντός αυτών των δύο προοπτικών υπάρχουν πολλές πιθανές εκβάσεις του πολέμου. Αλλά στην πράξη, η επιλογή είναι απλή: Θα είναι η Ρωσία σε καλύτερη ή χειρότερη θέση από ό,τι όταν ξεκίνησε αυτή την εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου 2022; Οποιοδήποτε αποτέλεσμα που αφήνει τη Ρωσία σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο θα ήταν μια νίκη για το Κρεμλίνο – ακόμη και αν αυτό απέχει πολύ από τον αρχικό του στόχο να υποτάξει ολόκληρη την Ουκρανία.
Η Δύση χρειάζεται μια στρατηγική που να εγγυάται ότι η Ρωσία θα καταλήξει σε χειρότερη θέση από ό,τι ήταν πριν από την εισβολή. Μια ειρήνη που για δεύτερη φορά από το 2014 θα ανταμείβει μια ρωσική εισβολή με ουκρανικά εδάφη θα είχε σοβαρές συνέπειες για το μέλλον της Ουκρανίας, την ασφάλεια και την αξιοπιστία της Δύσης και τους κανόνες της αυτοκυριαρχίας και της μη επέμβασης που στηρίζουν τη διεθνή τάξη.
Πρώτον, μια τέτοια ειρήνη θα δικαίωνε τόσο την επιθετικότητα της Ρωσίας όσο και τη φρικτή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Κρεμλίνο θα χειραγωγούσε τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε να “πουλήσει” αυτήν την έκβαση ως νίκη στον ρωσικό λαό. Ένα τέτοιο σενάριο όχι μόνο θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια τρίτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μελλοντικά, αλλά θα έπληττε και την ασφάλεια και την αξιοπιστία της Δύσης.
Δεύτερον, μια αποδεκατισμένη Ουκρανία θα αποδυναμωνόταν μόνιμα, ειδικά αν η Ρωσία εδραιώσει, ή ακόμη χειρότερα, επεκτείνει τον έλεγχό της στην ακτογραμμή της Ουκρανίας. Τουλάχιστον ένας εξέχων Ρώσος στρατιωτικός διοικητής έχει αναφέρει ότι αυτός είναι ένας θεμιτός στρατηγικός στόχος. Αυτό θα έπνιγε την Ουκρανία και θα έδινε στη Ρωσία το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση τουλάχιστον τριών άλλων ζητημάτων που θα πρέπει να επιλυθούν στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας.
Το ένα ζήτημα περιλαμβάνει το καθεστώς της Ουκρανίας: Θα υπάρξουν περιορισμοί στο δικαίωμά της να ενταχθεί σε συμμαχίες ή άλλους διεθνείς οργανισμούς; Ένα άλλο, είναι πώς θα επιστρέψουν οι Ουκρανοί που μεταφέρθηκαν παρά τη θέλησή τους στη Ρωσία; Και οι κυρώσεις: Υπό ποιες προϋποθέσεις και σε ποιο βαθμό η Δύση θα χαλαρώσει την οικονομική απομόνωση της Ρωσίας; Αν η Ρωσία κερδίσει εδάφη, θα είναι σε ισχυρότερη θέση να διαπραγματευτεί όλα αυτά τα ζητήματα.
Η Ρωσία μπορεί επίσης να προβεί σε περαιτέρω φρικαλεότητες σε κάθε νέο έδαφος που ελέγχει. Οι Ουκρανοί είναι πιθανό να αντισταθούν σε κάθε μορφή κατοχής. Ο τερματισμός των μαχών δεν θα σημάνει τον τερματισμό της βίας, αλλά μάλλον την έναρξη περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας. Η κατοχή δεν αποτελεί συνταγή για σταθερότητα.
Τέλος, η Ουκρανία θα δεχόταν περαιτέρω απώλεια εδαφών μόνο μετά από μια μακρά και δαπανηρή μάχη. Κάθε μέρα του πολέμου στην Ουκρανία επιφέρει περαιτέρω υλικές ζημιές και θανάτους αμάχων, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τη χώρα. Ωστόσο, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη φαίνονται ικανοποιημένα να παρακολουθούν τις δύο πλευρές να διεξάγουν έναν πόλεμο φθοράς για μήνες, ακόμη και χρόνια, μέχρι να φτάσουν στην αμοιβαία εξάντληση. Το να περιμένει κανείς για τόσο μεγάλο διάστημα ώστε να καθοριστεί η εικόνα μιας ειρηνευτικής διευθέτησης είναι σαν να ευνοεί τη Ρωσία.
Για να αποφευχθεί αυτό, η Δύση πρέπει να εγγυηθεί ότι η Ρωσία θα είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι ήταν πριν από την εισβολή. Η δυτική πολιτική θα πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι η Ρωσία δεν θα αποκτήσει νέα ουκρανικά εδάφη και θα συνεχίσει να βρίσκεται αντιμέτωπη με αυστηρές κυρώσεις μέχρι να αλλάξει ριζικά τη στάση της απέναντι στην Ουκρανία.
Μια τολμηρή προσέγγιση των κυρώσεων θα ήταν να ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η Ρωσία πρέπει να απομονωθεί πλήρως από την πρόσβαση στις δυτικές οικονομίες και στη συνέχεια να χαράξουμε τις απαραίτητες εξαιρέσεις, αντί να αφαιρούμε συναλλαγές από το status quo. Τα επόμενα βήματα – κυρίως η σταδιακή διακοπή των ρωσικών εισαγωγών πετρελαίου και στη συνέχεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη – είναι πιο δαπανηρά και δύσκολα από τις κυρώσεις που έχουν ήδη επιβληθεί. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος χωρίς κόστος για να αντιμετωπιστεί μια σημαντική απειλή για την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση της ηπείρου. Περαιτέρω κυρώσεις θα ήταν επίπονες για την Ευρώπη αλλά καταστροφικές για τη Ρωσία. Η Δύση πρέπει να επικρατήσει σε αυτόν τον αγώνα.
Η Δύση θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει την ευρύτερη εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας για να υποστηριχθεί αυτή η ανεξαρτησία από την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Αυτό σημαίνει πως μετά την έγκριση από το Κογκρέσο του πακέτου στρατιωτικής υποστήριξης ύψους 40 δισ. δολαρίων που ζήτησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Ο Ιούνιος σηματοδοτεί την 75η επέτειο του Σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο αναζωογόνησε μια εξαντλημένη Ευρώπη, αποκατέστησε την εμπιστοσύνη της και βοήθησε στον περιορισμό της σοβιετικής ισχύος. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε η Ευρώπη με τη σειρά της να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια της Ουκρανίας, δεσμευόμενη τόσο για την αποκατάσταση των εδαφών της Ουκρανίας όσο και για την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο οικονομίας της.
Ο φόβος της κλιμάκωσης από τη Ρωσία δεν θα πρέπει να κάνει τη Δύση να διστάσει για τη λήψη αυτών των μέτρων. Η πυρηνική ρητορική της Ρωσίας έχει σχεδιαστεί για να παίξει με τους φόβους της Δύσης. Όμως, αυτή ακριβώς η επιθετική ρητορική της Μόσχας αντικατοπτρίζει την έλλειψη άλλων επιλογών της. Δεδομένου ότι ο πόλεμος εξέθεσε την αδυναμία της Ρωσίας σε άλλους τομείς – συμβατική στρατιωτική δύναμη, πληροφοριακός πόλεμος, κυβερνοεπιθέσεις και οικονομική ανθεκτικότητα – τα όπλα μαζικής καταστροφής είναι πλέον η μόνη της αξίωση για γεωπολιτικά μεγαλεία.
Αλλά η αδυναμία δεν κάνει μια παράλογη απειλή πιο αξιόπιστη. Το επιχείρημα ότι “η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα αν δεν της επιτραπεί να έχει κέρδη από τον πόλεμο” δεν αποτρέπει την Ουκρανία από το να πολεμήσει. Δεν θα πρέπει να αποτρέψει τη Δύση από το να της παρέχει τα μέσα για να το κάνει.
Το κόστος της στρατηγικής αναποφασιστικότητας μπορεί να είναι υψηλό. Η αποτυχία αποσαφήνισης των στόχων συνέβαλε στην παράταση του πολέμου της Βοσνίας, της πιο αιματηρής ευρωπαϊκής σύγκρουσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Jacques Poos, πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δήλωσε το 1991 ότι “η ώρα της Ευρώπης έφτασε”. Ωστόσο, η σύγκρουση διήρκεσε τρία χρόνια και κόστισε σχεδόν 100.000 ζωές.
Η Δύση δεν πρέπει να επαναλάβει το ίδιο λάθος.
* Ο Nigel Gould-Davies είναι υψηλόβαθμος συνεργάτης για τη Ρωσία και την Ευρασία στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών. Διετέλεσε πρέσβης της Βρετανίας στη Λευκορωσία από το 2007 έως το 2009 και επικεφαλής του οικονομικού τμήματος της βρετανικής πρεσβείας στη Μόσχα.