Σε τροχιά αύξησης τα επιτόκια από τις κεντρικές τράπεζες
Το νέο πληθωριστικό σοκ από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει κάνει ξεκάθαρη την προοπτική αύξησης των επιτοκίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, με τον πήχη να τοποθετείται πλέον υψηλότερα όσον αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής που θα απαιτηθεί για την επαναφορά σε ένα σταθερό επίπεδο τιμών.
Η αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού ήταν εμφανής την περασμένη εβδομάδα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε την Τετάρτη αύξηση του βασικού της επιτοκίου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στο 0,75% έως 1%, ενώ ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, προανήγγειλε μία αντίστοιχης τάξης αύξηση και στις δύο επόμενες συνεδριάσεις της Fed στα μέσα Ιουνίου και στα τέλη Ιουλίου.
Με άλλα λόγια, το βασικό επιτόκιο στις ΗΠΑ θα διαμορφωθεί στο 2% το καλοκαίρι, αλλά δεν θα “κλειδώσει” εκεί καθώς αναμένονται νέες αυξήσεις από το Φθινόπωρο, με τις αγορές να εκτιμούν ότι θα ξεπεράσει το 3% στο τέλος του 2022. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ σκαρφάλωσε στο 8,5% τον Μάρτιο και όχι μόνο λόγω των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές των παραπάνω προϊόντων, αυξήθηκε 6,5% σε ετήσια βάση, αναδεικνύοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος.
Παράλληλα, οι μισθοί αυξάνονται στις ΗΠΑ σημαντικά για να καλυφθούν οι εργαζόμενοι από την απώλεια πραγματικού εισοδήματος που προκαλεί ο πληθωρισμός. Επομένως, ο κίνδυνος δευτερογενούς αύξησής του είναι μεγάλος και αυτό εξηγεί τη σπουδή της Fed για γρήγορη σύσφιξη της πολιτικής της, ώστε να αποφύγει την εμπέδωση προσδοκιών για μακροχρόνιες αυξήσεις των τιμών, όπως στη δεκαετία του 1970 και 1980.
Η σπουδή αυτή θα έχει, από την άλλη πλευρά, επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα καθώς όσο αυξάνονται τα επιτόκια περιορίζεται η ζήτηση δανείων για αγορά κατοικιών ή διαρκών καταναλωτικών προϊόντων καθώς και για επενδύσεις. Το ερώτημα για πολλούς αναλυτές είναι αν θα υπάρξει “ομαλή προσγείωση” της αμερικανικής οικονομίας, δηλαδή αν η πολιτική για τη μείωση του πληθωρισμού επιβραδύνει την ανάπτυξη της οικονομίας, χωρίς να την οδηγήσει σε μία ύφεση. Ο Πάουελ εμφανίστηκε αισιόδοξος, λέγοντας ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες για μία ομαλή προσγείωση. Ωστόσο, στο παρελθόν η αμερικανική οικονομία διολίσθαινε σε ύφεση στις περιόδους μεγάλης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Μία ημέρα μετά τη Fed, η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε την τέταρτη συνεχόμενη αύξηση του βασικού επιτοκίου της στο 1%, προαναγγέλλοντας επίσης ότι θα συνεχίσει την περιοριστική πολιτική. Σημείωσε επίσης ότι είναι ορατός ο κίνδυνος για πληθωρισμό πάνω από 10% που θα συμπαρέσυρε ενδεχομένως σε ύφεση την οικονομία.
Παράλληλα, την περασμένη εβδομάδα έγινε σαφής και η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει στην πρώτη μετά από δέκα και πλέον χρόνια αύξηση του επιτοκίου της, εκτός απροόπτου από τον Ιούλιο. Σύμφωνα με τον Αυστριακό κεντρικό τραπεζίτη, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, η αύξηση του επιτοκίου κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας πιθανόν θα αποφασισθεί στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στις 9 Ιουνίου.
Η επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η διαμόρφωσή του στο 7,5% τον Απρίλιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην επίσπευση της απόφασης για την αύξηση των επιτοκίων. Ακόμη και αξιωματούχοι της ΕΚΤ -όπως ο βασικός οικονομολόγος της Φίλιπ Λέιν- που υποστήριζαν μία χαλαρή νομισματική πολιτική και προέβλεπαν την επάνοδο του πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%, θεωρούν ότι πλέον είναι επιβεβλημένη μία αύξηση των επιτοκίων.
Ο βασικός λόγος για αυτό, τον οποίο επικαλούνται όλα τα στελέχη της ΕΚΤ που έκαναν δημόσια δηλώσεις το τελευταίο διάστημα, είναι η αποφυγή της εμπέδωσης πληθωριστικών προσδοκιών και συνεπώς ενός σπιράλ αυξήσεων τιμών και μισθών. Η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, που είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, σημείωσε επίσης ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πράσινη μετάβαση ο πληθωρισμός αποκτά πιο διαρθρωτικά χαρακτηριστικά.
Η ΕΚΤ αναμένεται επίσης να προχωρήσει και σε άλλες αυξήσεις των επιτοκίων μετά το καλοκαίρι, όπως άφησε να εννοηθεί η Σνάμπελ, αλλά συνολικά εκτιμάται ότι θα προχωρήσει σε μικρότερη σύσφιξη της πολιτικής σε σχέση με τη Fed καθώς και ο δομικός πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλότερος -3,5% έναντι 6,5% στις ΗΠΑ- και οι αυξήσεις μισθών είναι ακόμη περιορισμένες στην Ευρώπη.