FEATUREDΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πληθωρισμός κόστους καυσίμου και πληθωρισμός κερδών

Του Κωνσταντίνου Β. Γιωτόπουλου

Το κόστος καυσίμου και το κόστος κεφαλαίου αντιπροσωπεύουν το 80% περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Το κόστος κεφαλαίου δεν παρουσίασε αύξηση τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, εμφάνισε μείωση, λόγω της υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίων και της συνακόλουθης αναζήτησης ευκαιριών τοποθέτησης, ιδιαίτερα σε κλάδους που θεωρούνται και είναι ασφαλείς, όπως ο κλάδος της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Είχαμε επομένως μια πρώτη ουσιαστική μείωση του κόστους κεφαλαίου, λόγω των χαμηλών  επιτοκίων.

Ο δεύτερος λόγος, που οδήγησε στη μείωση του κόστους κεφαλαίου στον ηλεκτρισμό, ήταν  η μείωση του κόστους επένδυσης, λόγω της αναγκαστικής στροφής, από τους ανθρακικούς/λιγνιτικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, σε σταθμούς με καύσιμο φυσικό αέριο. Οι σταθμοί αυτοί έχουν κόστος επένδυσης ανά εγκατεστημένο KW πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο των ανθρακικών/λιγνιτικών σταθμών. Απαιτούν δηλαδή πολύ μικρότερη δέσμευση κεφαλαίου.

Αυτό, μαζί και με τα χαμηλότερα επιτόκια  των τελευταίων ετών, οδηγεί σε μείωση του μεριδίου του κόστους κεφαλαίου στο συνολικό κόστος της κιλοβατώρας.

Στον τομέα του κόστους καυσίμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η εξέλιξη είναι διαφορετική.

Λόγω της μυωπικής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, που με την πρόωρη εγκατάλειψη του άνθρακα/λιγνίτη, οδήγησε πρακτικά στην ανακήρυξη του Πούτιν σε υπέρτατο ρυθμιστή της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, έχουμε καταλήξει στις γνωστές καταστάσεις κρίσης και αβεβαιότητας.

Η εξέλιξη στις τιμές του φυσικού αερίου, που οδηγεί στον πληθωρισμό κόστους καυσίμου -και όχι μόνο- έχει ασφαλώς πολύ σημαντική επίπτωση στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής της κιλοβατώρας που παράγεται στους σταθμούς  ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο.

Δεν μπορεί όμως να δικαιολογήσει το τεράστιο μέγεθος της μεταβολής των τιμών, που εμφανίζεται στους λογαριασμούς ρεύματος. Όπως ήδη επισημάναμε,  το κόστος καυσίμου δεν είναι ο μοναδικός προσδιοριστικός παράγοντας του τελικού κόστους της Κιλοβατώρας. Το κόστος κεφαλαίου, που είναι ο άλλος βασικός προσδιοριστικός παράγοντας, έχει μειωθεί.

Όπως μας πληροφορεί ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, (ΔΕΗ Α.Ε.) με τους λογαριασμούς του περασμένου Μαρτίου, το ενεργειακό μείγμα του 2020 ήταν 40,04% Φυσικό Αέριο και 7,33% πετρέλαιο και το υπόλοιπο από άλλες πηγές (ΑΠΕ 28,76%, Λιγνίτης 10,92% κλπ.)

Για ποιο λόγο λοιπόν θα πρέπει να απαιτούμε από τους καταναλωτές να πληρώνουν με φοβερά πληθωρισμένες τιμές,  που διαμορφώνονται με βάση την προσφορά του πιο ακριβού – οριακού προμηθευτή στο λεγόμενο Χρηματιστήριο Ενέργειας, τις κιλοβατώρες που παράγονται και  στους Υδροηλεκτρικούς σταθμούς, με το σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος αλλά και σε άλλους σταθμούς και πηγές ενέργειας που δεν χρησιμοποιούν  φυσικό αέριο.

Η εφαρμογή αυτής της πρακτικής οδηγεί σε πληθωρισμό κερδών, που μαζί με τον πληθωρισμό καυσίμου μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτικές καταστάσεις.

Σε παλαιότερα Άρθρα, είχα εξηγήσει ότι οι διακηρύξεις περί ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που θα έριχνε τις τιμές, προς όφελος του καταναλωτή, περιείχαν ισχυρή δόση αφέλειας, αφού η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, από τη φύση της, είναι ολιγοπωλιακή.

Στις Ολιγοπωλιακές Αγορές δεν μπορεί να υπάρξει ανταγωνισμός, με την ουσιαστική έννοια του όρου, και είναι υποχρέωση και καθήκον των Ρυθμιστικών Αρχών να εντοπίζουν τις τυχόν ατέλειες και να εισηγούνται έγκαιρα τις κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις.

* Ο κ. Κ. Β. Γιωτόπουλος είναι Τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ, Τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας του CEEP (Βρυξέλλες, Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιχειρήσεων με Δημόσια Συμμετοχή), Τ. Διευθύνων Σύμβουλος ΤΡΑΜ Α.Ε.