Τα πάνω κάτω με τα αυτοκίνητα – Γιατί τα μεταχειρισμένα κοστίζουν πλέον περισσότερο από τα καινούργια
Μπορεί ένα μεταχειρισμένο Ι.Χ. να κοστίζει περισσότερα χρήματα από ένα του «κουτιού»; Πριν λίγα χρόνια, αν ρωτούσαμε κάτι αντίστοιχο, μάλλον θα μας θεωρούσαν… τρελούς. Σήμερα, όμως, εν έτει 2022, η κατάσταση φαίνεται ότι έχει αλλάξει πλήρως.
Εάν κάποιος «ανοίξει» μια πλατφόρμα πωλήσεων μεταχειρισμένων οχημάτων, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν αγγελίες, στις οποίες τα Ι.Χ. έχουν τιμή είτε ίση, είτε και υψηλότερη σε σχέση με την τιμή καταλόγου των επίσημων αντιπροσωπειών στην Ελλάδα.
Τα παραδείγματα ποικίλλουν: Υβριδικό Ford Puma (1.000 κυβικά, 125 ίπποι), κατασκευής το 2020, μπορείς να το βρεις έως 27.000 ευρώ. Έχοντας μάλιστα, ήδη διανύσει ορισμένες χιλιάδες χιλιόμετρα. Στην επίσημη αντιπροσωπεία της Ford, το ακριβώς ίδιο μοντέλο κοστίζει σήμερα 25.000 ευρώ. Με τη διαφορά ότι είναι ολοκαίνουριο με μηδενικά χιλιόμετρα (και άρα μηδενική φθορά).
Προκύπτει δηλαδή, μια διαφορά της τάξης των 2.000 ευρώ -ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό, αν αναλογιστούμε ότι η σύγκριση αφορά… καινούριο και μεταχειρισμένο Ι.Χ.
Πού ανάγεται το πρόβλημα
Το όλο πρόβλημα εδράζεται στα προβλήματα παραγωγής που αντιμετωπίζουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, τα οποία έχουν επηρεάσει σημαντικά το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης. Κάτι που (παραδοσιακά) έχει επιπτώσεις και στην τελική τιμή που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής.
Συγκεκριμένα, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι ταξινομήσεις Ι.Χ. στην Ελλάδα κατέγραψαν αισθητή βουτιά, η οποία έφθασε σχεδόν το 30% μέσα στο 2020. Αυτό συνέβη και στις υπόλοιπες χώρες, με αποτέλεσμα οι αυτοκινητοβιομηχανίες να μειώσουν την παραγωγή, ώστε να μην γεμίσουν με στοκ απόθεμα.
Η απότομη ανάκαμψη της οικονομίας το επόμενο έτος, είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της ζήτησης για νέα αυτοκίνητα. Κάτι που αποτυπώθηκε πλήρως στα τελικά στοιχεία του 2021, τα οποία έδειξαν άνοδο σχεδόν 25% και 101.000 πωλήσεις νέων Ι.Χ. στην Ελλάδα.
Η υψηλή ζήτηση, ωστόσο, δεν οδήγησε και σε αύξηση της μειωμένης παραγωγής, καθώς οι μεγάλοι «παίχτες» της αγοράς κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά προβλημάτων. Οι ελλείψεις σε μικροτσίπς (ημιαγωγοί), οι οποίοι είναι απολύτως αναγκαίοι για την κατασκευή των αυτοκινήτων, οι αναταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες (logistics), αλλά και η διοχέτευση ενός μέρους των επενδυτικών κεφαλαίων στην ηλεκτροκίνηση, είχαν και έχουν ως αποτέλεσμα οι ρυθμοί στα εργοστάσια παραγωγής να παραμένουν υποτονικοί.
Και μάλιστα, το ζήτημα δεν πρόκειται να λυθεί ούτε μέσα στο 2022, καθώς ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία δυσχεραίνει έτι περισσότερο την κατάσταση, με τους ειδικούς να εξηγούν ότι η γεωπολιτική κρίση ενδεχομένως να αποδειχθεί χειρότερη για τον κλάδο σε σχέση με την υγειονομική κρίση.
Στη λίστα αναμονής έως και 12 μήνες
Ως απόρροια όλων αυτών των παραγόντων, αν σπεύσει κάποιος να αγοράσει σήμερα ένα καινούριο Ι.Χ., αναγκάζεται να μπει σε μια λίστα αναμονής από τέσσερις έως και 12 μήνες, καθώς η παραγωγή των εργοστασίων δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση. Αυτή η αναμονή, όπως είναι φυσικό, λειτουργεί αποθαρρυντικά για τον αγοραστή, ο οποίος τείνει να στρέφεται στην αγορά των μεταχειρισμένων. Ιδίως αν «καίγεται» να αλλάξει αυτοκίνητο.
Έτσι, ενόσω καταγράφεται μια ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση για «second hand» Ι.Χ., οι τιμές στις διαδικτυακές πλατφόρμες πωλήσεων έχουν πάρει -για τα καλά- την ανιούσα και ενίοτε φθάνουν ή και ξεπερνούν τις αντίστοιχες των καινούριων οχημάτων.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Ford Puma. Με μια ματιά στο διαδίκτυο, μπορεί κάποιος να βρει υβριδικά Ford Puma του 2020 (1.000 κυβικά και 125 ίπποι), δηλαδή διετίας, από 24.000 έως 27.000 ευρώ. Κι αυτό, ενώ έχουν ήδη διανύσει από 17.000 έως και 33.000 χιλιόμετρα. Την ίδια ώρα, στο site της Ford, το αντίστοιχο Puma του 2022 κοστίζει 25.000 ευρώ.
Η κατάσταση αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εφόσον λάβουμε υπόψη και τον χρόνο παράδοσης του νέου οχήματος. Τι εννοούμε; Εάν κάποιος παραλάβει σήμερα το νέο Ford Puma, αυτό σημαίνει ότι η αγορά έγινε πριν από τέσσερις έως 12 μήνες. Δηλαδή μέσα στο 2021, όταν η τιμή του συγκεκριμένου οχήματος ανερχόταν σε 21.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η απόκλιση με την τιμή του μεταχειρισμένου εκτινάσσεται σε έως και 6.000 ευρώ!
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου. Βενζινοκίνητο Toyota Yaris Active Plus του 2021 (1.000 κυβικά, 72 ίπποι) κοστίζει έως και 20.000 ευρώ, έχοντας ήδη διανύσει 15.000 χιλιόμετρα. Αντίστοιχο μοντέλο του «κουτιού» μπορεί να το αγοράσει κανείς με 15.700 ευρώ. Δηλαδή έως και 4.300 ευρώ λιγότερα.
Την ίδια ώρα, ένα μεταχειρισμένο (του 2020 ή του 2021) βενζινοκίνητο Audi A3 (1.000 κυβικά, 110 ίπποι) κοστίζει στις διαδικτυακές πλατφόρμες περίπου 22.000 με 23.000 ευρώ. Ακριβώς ίδια όμως, είναι και η τιμή των καινούριων μοντέλων, γεγονός που σημαίνει ότι μεταχειρισμένα με μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα κοστίζουν το ίδιο ακριβώς με ολοκαίνουρια.
Σε άνοδο και οι τιμές των καινούριων
Βέβαια, πέραν των μεταχειρισμένων, οι τιμές παίρνουν την ανιούσα και στα καινούρια. Το υψηλότερο κόστος των πρώτων υλών, ως απόρροια των ελλείψεων σε χάλυβα, αλουμίνιο, νικέλιο κ.α. (ένα πρόβλημα που έχει οξυνθεί με τη ρωσο-ουκρανική κρίση), αναγκάζει τις εταιρείες να αναπροσαρμόζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον τιμοκατάλογό τους. Πάντα προς τα πάνω.
Μάλιστα, αυτή η ανοδική τάση, εκτός απροόπτου θα διατηρηθεί και το επόμενο διάστημα, όπως παραδέχθηκε προσφάτως ο Ευτύχης Βασιλάκης, κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης της Autohellas, η οποία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς Ι.Χ. στην Ελλάδα.
«Η τάση θα συνεχιστεί επειδή και οι κατασκευαστές υλοποιούν μία διπλή επένδυση. Στη διατήρηση των γραμμών παραγωγής των αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης αλλά και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων» εξήγησε, μην παραλείποντας να αναφερθεί και στα γνωστά προβλήματα των ελλείψεων, των logistics και των υψηλών τιμών ενέργειας.