FEATUREDΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Επιστολή στον υπουργό Εσωτερικών έστειλε η διοίκηση της ΣΕΤΚΕ

Να αναλάβει πρωτοβουλία ώστε θετικά να αντιμετωπιστούν ζητήματα που αφορούν  τα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και την τιμολογιακή πολιτική των Δ.Ε.Υ.Α., ζητά από τον υπουργό Εσωτερικών κ. Τάκη Θεοδωρικάκο  η διοίκηση της Συνομοσπονδίας Επιχειρηματιών  Τουριστικών Καταλυμάτων Ελλάδος με επιστολή που του έστειλε.

Στην επιστολή αναφέρονται τα ακόλουθα:

 Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

θέτουμε υπόψη σας τα εξής προβλήματα αρμοδιότητάς σας, που σχετίζονται με τα δημοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και την τιμολογιακή πολιτική των Δ.Ε.Υ.Α., για τα οποία υφίσταται άμεση ανάγκη λήψης πρωτοβουλίας εκ μέρους σας.

Συγκεκριμένα:

Α) Ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας – φωτισμού

Αν και με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 20ης Μαρτίου προβλέπεται η απαλλαγή του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού για τις πληττόμενες επιχειρήσεις, παρόλα αυτά οι περισσότεροι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν έχουν ενεργοποιήσει την ανωτέρω νομοθετική διάταξη.

Tο ενιαίο τέλος καθαριότητας και φωτισμού είναι ανταποδοτικό και υπολογίζεται επί της επιφάνειας του κάθε ακινήτου, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία δέον είναι να παρέχει ακριβή, επίκαιρη και πλήρη αιτιολογία του καθορισμού των συντελεστών του τέλους στο προσήκον ύψος.

Το πρόβλημα διαχρονικά είναι ότι δεν υφίσταται αντικειμενική διαδικασία υπολογισμού τους, με αποτέλεσμα τα τουριστικά καταλύματα να επιβαρύνονται αδίκως με αυξημένα τέλη καθαριότητας και φωτισμού.

Ο υπολογισμός του ενιαίου τέλους βασίζεται λοιπόν σήμερα στα τετραγωνικά της επιχείρησης και όχι -όπως θα ήταν σκόπιμο και δίκαιο- στο βαθμό που αυτή καταναλώνει – ρυπαίνει.

Για παράδειγμα ένα τουριστικό κατάλυμα επιφάνειας 1000 τ.μ. καταναλώνει – ρυπαίνει σαφώς λιγότερο από ένα κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος επιφάνειας 50 τ.μ. Το τέλος που επιβάλλεται στο κατάλυμα όμως είναι 20πλάσιο για τα 1000τ.μ. σε σχέση με τα 50 τ.μ.

Είναι απολύτως προφανές ότι υφίσταται μία άδικη κατάσταση εις βάρος των τουριστικών καταλυμάτων, η οποία σε συνδυασμό με την πρόσφατη υποχρέωση της δήλωσης διόρθωσης των τ.μ. ακινήτων προς τους ΟΤΑ, θα τα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο, καθώς στην πραγματικότητα ούτε ρυπαίνουν ούτε καταναλώνουν όσο χρεώνονται προς καταβολή.

Επιπροσθέτως τα τουριστικά καταλύματα στην πλειονότητα τους βρίσκονται σε περιοχές εκτός του κέντρου, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη συχνή καθαριότητα που παρέχουν οι δήμοι στις δημοφιλείς τουριστικές περιοχές. Να σημειωθεί ότι στα περισσότερα δεν παρέχεται καν επαρκής φωτισμός.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του νόμου 429/1976 (ΦΕΚ 235 Α΄) και της υπ’ αριθμόν 71251/78/19.12.2007 ερμηνευτικής εγκυκλίου του Υπουργείου σας, θα πρέπει οι επιχειρήσεις του κλάδου μας να επιβαρύνονται με δημοτικά τέλη μόνο για τη χρονική διάρκεια της εποχικής λειτουργίας τους και να απαλλάσσονται από τα εν λόγω τέλη τη χειμερινή περίοδο, κατά την οποία βρίσκονται σε αδράνεια.

Παρόλα αυτά σχεδόν το σύνολο των αιτήσεων των επιχειρηματιών προς τους ΟΤΑ περί του ορθού υπολογισμού των οφειλομένων δημοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού βάσει του πραγματικού χρόνου λειτουργίας τους δεν γίνονται αποδεκτές, με αποτέλεσμα οι Δήμοι να συνεχίζουν να επιβάλουν πολλαπλάσια ποσά.

Κατανοούμε ότι τα τέλη αυτά έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να υπάρξει ένας δικαιότερος τρόπος υπολογισμού τους. Εξάλλου ακόμα και στην περίπτωση που ένα τουριστικό κατάλυμα διαθέτει χώρους εστίασης, ο χώρος των δωματίων των τουριστικών καταλυμάτων καλύπτει το 70% της συνολικής επιφάνειας του κτιρίου, το οποίο δεν προκαλεί ουδεμία ρύπανση.

Κατόπιν των ανωτέρω και προς επίρρωση των κατά περίπτωση προβλημάτων που ανακύπτουν, ζητάμε να υπάρξει οριζόντια νομοθετική ρύθμιση και τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού να υπολογίζονται στο 30% των τετραγωνικών μέτρων του κτιρίου.

 Β) Κόστος ύδρευσης – Τιμολογιακή πολιτική Δ.Ε.Υ.Α.

Όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α) ανά τη χώρα, υπάρχουν διαφορετικές/κλιμακωτές κατηγορίες χρέωσης του νερού. Για παράδειγμα προβλέπουν πολύ χαμηλές κατηγορίες χρέωσης για αγρότες και κατοικίες, και διαφορετικές κατηγορίες χρέωσης ακόμη και μεταξύ επιχειρήσεων, δημιουργώντας άνιση μεταχείριση.

Για τα τουριστικά καταλύματα δυστυχώς οι χρεώσεις είναι οι ανώτατες και φτάνουν   κατά 200 με 300 τοις εκατό προσαυξημένες.

Αντιθέτως θα έπρεπε να παρέχουν κάποια δωρεάν κυβικά στις τουριστικές επιχειρήσεις επιβραβεύοντας αυτές, μιας και στην πλειοψηφία τους, είναι οι μόνες που διατηρούν κήπους και πράσινο. Παρόλα αυτά τις «τιμωρούν» με προσαυξημένα τέλη, όχι μόνο σε σύγκριση με τις κατοικίες, αλλά και σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις.

Υπάρχουν λοιπόν επιχειρηματίες δύο ταχυτήτων, όπως αυτοί από τη μία που δεν επιβαρύνονται με κόστος ύδρευσης στις παραλίες όπου γίνεται κατασπατάληση νερού, και από την άλλη τα τουριστικά καταλύματα που παρέχουν δωρεάν υπηρεσία πισίνας και χρεώνονται υπέρογκα ποσά, ακόμα και για το ντους που κάνουν οι πελάτες τους.

Επειδή η «ποιότητα του νερού» που παρέχουν οι Δ.Ε.Υ.Α τόσο στις κατοικίες, όσο και στις επιχειρήσεις είναι μία και επειδή εμείς (τα τουριστικά καταλύματα) δεν μεταπουλάμε το νερό εμφιαλώνοντας το, ζητάμε ενιαία τιμή χρέωσης των επιχειρήσεων, η οποία δεν πρέπει να είναι κατά πολύ αυξημένη σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες.

Συνοψίζοντας  σας παραθέτουμε επιγραμματικά τα ανωτέρω προβλήματα, τα οποία χρήζουν άμεσης λύσης:

Α) Οι επιχειρήσεις του κλάδου μας πληρώνουν υπέρογκα τέλη καθαριότητας, φωτισμού & ύδρευσης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες πραγματικά καταναλώνουν και ρυπαίνουν.

Β)  Οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν έχουν ανταποδοτικά οφέλη σε σχέση με τα ποσά που καταβάλλουν.

Γ) Η πλειοψηφία των ανωτέρω επιχειρήσεων λειτουργούν εποχικά, ήτοι από 2,5 έως 5,5 μήνες στην καλύτερη περίπτωση. Παρόλα αυτά καλούνται να πληρώσουν τέλη ολόκληρου έτους.

Στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε λόγω των καταστροφικών επιπτώσεων της πανδημίας, παρακαλούμε όπως ενσκήψετε στα εν λόγω διαχρονικά θέματα που απασχολούν τον κλάδο και υιοθετήσετε στο σύνολο τις προτάσεις μας, καθώς υφίσταται πλέον κοινωνική αναγκαιότητα αποδοχής τους, προκειμένου να καταστεί βιώσιμη η λειτουργία των επιχειρήσεών μας.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *