Τι θα έλεγε για τον πόλεμο του Πούτιν ο εμπνευστής του όρου “Γενοκτονία”
Η Γενοκτονία είναι το έγκλημα των εγκλημάτων. Σπάνια αποδεικνύεται στο διεθνές δίκαιο.
Η κατηγορία του Προέδρου Μπάιντεν ότι η Ρωσία διαπράττει γενοκτονία βρήκε απήχηση σε όσους ένιωσαν αποτροπιασμό με τις εικόνες σφαγής στην Μπούτσα, τη Μαριούπολη και άλλες περιοχές της Ουκρανίας. “Ο οικογενειακός σας προϋπολογισμός, η ικανότητά σας να γεμίζετε το ρεζερβουάρ σας – τίποτα από αυτά δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από το αν ένας δικτάτορας κηρύττει πόλεμο και διαπράττει γενοκτονία μισό πλανήτη μακριά”, δήλωσε ο κ. Μπάιντεν, αν και αργότερα έκανε διευκρινίσεις για τα σχόλιά του αναγνωρίζοντας την ανάγκη να υπάρξουν περισσότερα στοιχεία. “Θα αφήσουμε τους δικηγόρους να αποφασίσουν διεθνώς εάν πληροί ή όχι τις προϋποθέσεις, αλλά σίγουρα έτσι μου φαίνεται εμένα”.
Είναι κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο μίλησε ο κ. Μπάιντεν: Η χρήση του όρου “γενοκτονία” που έκανε ήταν κατά βάση μια έκφραση αγανάκτησης και αποστροφής. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ακόμα εάν αναγνώριζε την απόσταση μεταξύ της λαϊκής αντίληψης για το νόημα της λέξης – η οποία χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της μαζικής δολοφονίας – και του πιο περιορισμένου νομικού ορισμού της.
Αναρωτιέμαι, επίσης, αν ήταν μια σοφή επιλογή λέξεων. Ενώ υπάρχουν στοιχεία για ρητορική γενοκτονίας και πράξεων – συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών και βιασμών – που ενδεχομένως δείχνουν πρόθεση γενοκτονίας από την πλευρά της Ρωσίας, η πρακτική των διεθνών δικαστηρίων μας λέει να είμαστε προσεκτικοί, ότι θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να στηριχθεί μια τέτοια υπόθεση.
Η λέξη “γενοκτονία” (genocide) εισήχθηκε στο πλαίσιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Πολωνό μετανάστη νομικό Ραφαέλ Λέμκιν – ένα αμάλγαμα της ελληνικής λέξης “genos” (“γενιά ή φυλή”) και της λατινικής λέξης “cide” (“δολοφονία”). Πρόσφυγας ο ίδιος, ο Δρ. Λέμκιν απέδωσε την ιδέα στις φοιτητικές του μέρες στη νομική σχολή της πολωνικής πόλης Λβοβ (η σημερινή Λβιβ στη δυτική Ουκρανία, που δέχθηκε πρόσφατα επιθέσεις από τη Ρωσία) ως απάντηση σε μια ενδοομαδική σύγκρουση, με την ελπίδα να δημιουργήσει μια κατηγορία εγκλήματος υπό το διεθνές δίκαιο που θα προστατεύει ομάδες πληθυσμού. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1944 στο βιβλίο του “Axis Rule” και τον επόμενο χρόνο, λόγω της επιμονής του Δρ. Λέμκιν, έγινε μέρος της δίκης της Νυρεμβέργης ως παράδειγμα εγκλήματος πολέμου.
Στη Νυρεμβέργη, η γενοκτονία συνοδεύτηκε από δύο νεοεισαχθέντα εγκλήματα, την επιθετικότητα (διεξαγωγή παράνομου πολέμου) και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (εκτεταμένες επιθέσεις κατά αμάχων). Και όμως, η απόφαση τελικά δεν κατάφερε να αναφέρει τον όρο – εν μέρει απαντώντας στις αμερικανικές ανησυχίες για το ενδεχόμενο κατηγοριών γενοκτονίας κατά των ΗΠΑ και τις επιπτώσεις τους στην εθνική κυριαρχία. Η παράλειψη αυτή χαρακτηρίστηκε από τον Δρ. Λέμκιν ως “η πιο μαύρη μέρα” της ζωής του.
Το 1948, ξανά λόγω παρότρυνσης του Δρ. Λέμκιν, τα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν τη Σύμβαση του 1948 για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας. Δέσμευε τους υπογράφοντες να αποτρέπουν και να τιμωρούν “πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση να καταστρέψουν, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα, ως τέτοια”. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εξακολουθούσαν να ανησυχούν για τη δική τους κατάσταση, δεν την υπέγραψαν έως το 1988.) Η σύμβαση υιοθέτησε έναν πολύ στενότερο ορισμό από αυτόν που ήθελε ο Δρ. Λέμκιν – αποκλείοντας για παράδειγμα την πολιτιστική γενοκτονία και την προστασία πολιτικών, κοινωνικών και άλλων ομάδων.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο όρος πέρασε στην αφάνεια. Ήταν οι θηριωδίες της δεκαετίας του 1990 στη Ρουάντα και την πρώην Γιουγκοσλαβία που προκάλεσαν την επανεμφάνισή του. Αποστομωτικές πράξεις φρίκης που έγιναν από γείτονα εναντίον γείτονα οδήγησαν τη γενοκτονία στο να συμβολίσει το έγκλημα των εγκλημάτων. Κατέστη μια λέξη που αιχμαλωτίζει τη δημόσια προσοχή με τρόπο που δεν το κάνουν οι όροι εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, η γενοκτονία δεν είναι απλώς μια ρητορική κατηγορία αλλά και μια νομική. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου την επικαλέστηκαν ο Πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι και ο κ. Μπάιντεν, η νομική κατηγορία θα εξαρτηθεί από αποδείξεις ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ή άλλοι κατηγορούμενοι ως δράστες είχαν σκοπό να καταστρέψουν τους Ουκρανούς ως εθνοτική ομάδα εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Τα διεθνή δικαστήρια έχουν θέσει πολύ ψηλά τον πήχη για την απόδειξη της πρόθεσης αυτής: Στην απόφασή του στις υποθέσεις της Βοσνίας και της Κροατίας κατά της Σερβίας, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δέχθηκε ότι η απόδειξη της πρόθεσης γενοκτονίας θα μπορούσε να συναχθεί από ένα μοτίβο συμπεριφοράς, αλλά αποφάσισε ότι μια τέτοια πρόθεση θα πρέπει να συνιστά το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί εύλογα από τις εν λόγω πράξεις.
Πρόκειται για έναν απίθανα υψηλό πήχη, κάτι που είναι δύσκολο να αποδειχθεί, δεδομένου ότι ένα ακαθόριστο πλήθος προθέσεων θα καθορίζει τη μορφή των ανθρώπινων ενεργειών. Τα διεθνή δικαστήρια σπάνια μόνο αποφάνθηκαν ότι έλαβε χώρα μια γενοκτονία, και αυτό έχει πυροδοτήσει κατηγορίες για ασυνέπεια και για τοποθέτηση της νομικής αντίληψης της γενοκτονίας σε ένα πλαίσιο που δεν είχε ποτέ σκοπό ο Δρ Λέμκιν. Έτσι, οι δολοφονίες περισσότερων από 8.000 μουσουλμάνων ανδρών και αγοριών στη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας αναγνωρίστηκαν ως γενοκτονία, αλλά οι δολοφονίες εκατοντάδων στο κοντινό Βούκοβαρ της Κροατίας όχι.
Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Μπάιντεν μίλησε όπως μίλησε βάσει συμβουλών ή αν ήταν απλώς μια έκφραση αγανάκτησης που προκάλεσαν τρομερές εικόνες. Ωστόσο, γνωρίζει σίγουρα ότι η χρήση του όρου είναι επίσης μια πράξη συνηγορίας, μια πράξη που τραβάει την προσοχή ευρέως, συγκεντρώνοντας υποστήριξη στην Ουκρανία και σωρεύοντας περαιτέρω καταισχύνη στον κ. Πούτιν και τον κύκλο του.
Τα λόγια του κ. Μπάιντεν μπορεί να έχουν ακούσιες συνέπειες, ενισχύοντας την αίσθηση ότι τα εγκλήματα πολέμου ή τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο τρομερά από τη γενοκτονία. Δεν είναι: Το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει κάποια ιεραρχία φρίκης και η χρήση όρων για την περιγραφή πράξεων μαζικής θηριωδίας μπορεί να προκαλέσει διχασμούς, όπως όταν ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διαφώνησε άμεσα με τον χαρακτηρισμό του κ. Μπάιντεν.
Η χρήση της λέξης “γενοκτονία” αυξάνει επίσης τις προσδοκίες και την πιθανότητα απογοήτευσης: Μια διεθνής απόφαση ότι δεν συνέβη τέτοιο έγκλημα θα ήταν καταστροφική για τα θύματα και θα την καπηλεύονταν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι ισχυρισμοί των θυμάτων είχαν διογκωθεί. Το να χρησιμοποιείς τον όρο και να μην κάνεις τίποτα μετά για να αποτρέψεις άλλες παρόμοιες φρικαλεότητες – που πιθανώς επίκεινται στην ανατολική Ουκρανία – θα υπονομεύσει όσους τις επικαλούνται στο μέλλον.
Στην εποχή μας, οι κατηγορίες για γενοκτονία αφθονούν: Οι κάτοικοι του Νταρφούρ στο Σουδάν, οι Γιαζίντι στο βόρειο Ιράκ και τη Συρία, οι Ροχίνγκια στη Μιανμάρ, οι Ουιγούροι στην Κίνα. Μόλις πέρυσι ο κ. Μπάιντεν έγινε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που αναγνώρισε επισήμως ως γενοκτονία τις δολοφονίες των Αρμενίων το 1915 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία – μια πράξη που άθελά του άνοιξε την πόρτα στη χρήση του όρου για εγγύτερες πράξεις συστημικής αδικοπραγίας, σχετικά με την ιστορία της δουλείας της Αμερικής και τη μεταχείριση των Ιθαγενών Αμερικανών.
Ο Δρ. Λέμκιν, που πέθανε το 1959, θα είχε εγκρίνει τη χρήση της λέξης σε σχέση με όλες αυτές τις καταστάσεις και πολλές άλλες, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής στην Μπούτσα. Θα τον ευχαριστούσε αναμφίβολα που η λέξη του μπήκε στο νομικό λεξικό και άλλαξε τη συνείδησή μας για το τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν τα κράτη σε ανθρώπινα όντα. Θα έφριττε, όμως, με την ανάλυση των λέξεων, τις αποπροσανατολιστικές διαμάχες για την κατηγοριοποίηση μιας τέτοιας απεχθούς αγριότητας και την τοποθέτηση του όρου του σε ένα τόσο ψηλό κλαδί ώστε η νομική έννοια της “γενοκτονίας” να διαχωρίζεται από τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή κανονικά.
* Ο Philippe Sands είναι καθηγητής νομικής στο University College London και ο συγγραφέας του βιβλίου “East West Street: On the Origins of Genocide and Crimes Against Humanity.”