FEATUREDΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑΕΛΛΑΔΑΚΟΙΝΩΝΙΑΚΥΚΛΑΔΕΣΟΙΚΟΝΟΜΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥΡΟΔΟΣΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τι σημαίνει η αύξηση επιτοκίων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά

Έως 800 εκατ. ευρώ ακριβότερα τα δάνεια σε ετήσια βάση. Οι επιπτώσεις για καταθέτες, δανειολήπτες, τράπεζες, ασφαλιστικές, δημόσιο χρέος. Η άνοδος των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα αυξάνει τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών κατά περίπου 250 εκατ. ευρώ, ενώ κατά μία μονάδα το ποσό υπερδιπλασιάζεται. Ο πληθωρισμός μπορεί να κόψει 1 έως 2 μονάδες από τον ρυθμό ανάπτυξης του 2022, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

 

Toυ Λεωνίδα Στεργίου

Η αγορά έχει ήδη τιμολογήσει μια αύξηση επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τουλάχιστον κατά 50 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με τις καμπύλες αποδόσεων, τα διατραπεζικά και προθεσμιακά επιτόκια. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ, όπως του επικεφαλής οικονομολόγου της, κ. Philip Lane, ο οποίος μάλιστα ανέφερε σε ομιλία του ότι ούτε το -0,5% ούτε το 0% αποτελεί επίπεδο επιτοκίων για στόχο πληθωρισμού στο 2%. Το επίπεδο επιτοκίων πρέπει να βρίσκεται στη θετική πλευρά.

Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ που προετοιμάζουν για τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) και για επικείμενη αύξηση των επιτοκίων. Κρίσιμος μήνας για τις αποφάσεις και τις κινήσεις που θα ακολουθήσουν θεωρείται ο Ιούνιος, καθώς τότε θα έχει συγκεντρώσει η ΕΚΤ στοιχεία για τις επιπτώσεις στις τιμές ενέργειας από πρωτοβουλίες σε επίπεδο κρατών (π.χ. πλαφόν, μείωση φορολογίας) και θα γνωρίζει τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής για τις νέες κυρώσεις, ώστε να μετρήσει τις επιπτώσεις.

Η διχογνωμία πλέον δεν βρίσκεται στο εάν θα αυξηθούν τα επιτόκια μετά τον τερματισμό του APP το γ’ τρίμηνο, αλλά στο πότε. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ημερομηνία λήξης του APP, όπου οι πιθανότητες αυξάνονται για τον Ιούλιο παρά για τα τέλη του γ’ τριμήνου. Έτσι, έρχεται χρονικά νωρίτερα και η αύξηση των επιτοκίων “κάποια στιγμή μετά τη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων στο γ’ τρίμηνο”, όπως έχει δηλώσει η επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρία Κριστίν Λαγκάρντ.

Σε κάθε περίπτωση, η πιο άμεση επίπτωση από τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται στο κόστος δανεισμού. Τόσο για τους ιδιώτες όσο και για τα κράτη, ειδικά για εκείνα με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα.

Ακριβότερα δάνεια

Το υπόλοιπο των δανείων προς το σύνολο του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σήμερα σε 109 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 60 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, τα 40 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα υπόλοιπα είναι καταναλωτικά. Η συντριπτική πλειονότητα των δανείων στην ελληνική αγορά, σχεδόν το 95%, συνδέεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, κυρίως με το διατραπεζικό επιτόκιο euribor 3 μηνών, το οποίο σήμερα είναι αρνητικό (-0,43%), κυρίως της λιανικής τραπεζικής. Λιγότερα της κατηγορίας αυτής είναι συνδεδεμένα με το euribor 1 μήνα (-0,55%). Τα δάνεια ιδιωτών (στεγαστικά, καταναλωτικά, μικρά επιχειρηματικά) είναι κατά 90% κυμαινόμενου επιτοκίου. Στα επιχειρηματικά δάνεια, σχεδόν όλα συνδέονται με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Στην ελληνική αγορά υπάρχουν ακόμα και αρκετά στεγαστικά δάνεια (και μάλιστα συνδεδεμένα με το euribor 1 μήνα), όπου το τελικό επιτόκιο λαμβάνει υπόψη την αρνητική τιμή του euribor. Για τον λόγο αυτό, πολλά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο είχαν για πολλά χρόνια −και εξακολουθούν− χαμηλό κόστος, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ανταγωνιστικά στα νέα προγράμματα σταθερού επιτοκίου, τα οποία στοχεύουν στην προστασία έναντι ανόδου επιτοκίων σε μεγάλες διάρκειες. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δηλαδή λόγω ανταγωνισμού, τα νέα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια προσφέρουν χαμηλά επιτόκια (για να είναι κοντά στα κυμαινόμενα και να τα ανταγωνιστούν κερδίζοντας την προτίμηση των δανειοληπτών). Για παράδειγμα, το μέσο κυμαινόμενο στα στεγαστικά βρίσκεται σήμερα στο 2,40%, ενώ το μέσο σταθερό για 10 έτη γύρω στο 2,90%. Όμως, όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, είναι δύσκολο να συγκρατηθούν τα σταθερά επιτόκια σε αυτά τα επίπεδα για αρκετό καιρό ακόμη, διότι έχει ανέβει το κόστος των spwap με το οποίο οι τράπεζες κλειδώνουν τα επιτόκια για μεγάλες διάρκειες. Το κόστος αυτό εξαρτάται από τις καμπύλες αποδόσεων των ομολόγων, όπου οι αυξήσεις έχουν ξεπεράσει τη 1,5 μονάδα.

Έτσι, δάνεια άνω των 100 δισ. ευρώ συνολικά και άνω των 53 δισ. ευρώ των ιδιωτών (στεγαστικά, καταναλωτικά) εξαρτώνται άμεσα από τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου αναφοράς, που είναι το euribor, το οποίο σήμερα είναι αρνητικό και ακολουθεί τον βηματισμό του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ή κατά μία μονάδα δεν επηρεάζει ανάλογα το σύνολο των δανείων και, κατά συνέπεια, τη μηνιαία δόση. Είτε γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη το αρνητικό euribor, είτε γιατί τα δάνεια βρίσκονται κοντά στη λήξη τους, είτε για λόγους ανταγωνισμού. Επίσης, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ επηρεάζει και τα επιτόκια καταθέσεων.

Παραδείγματα

Στα παραδείγματα που ακολουθούν, λαμβάνεται υπόψη καθαρή αύξηση κατά μισή ή μία μονάδα στα επιτόκια προκειμένου να εκτιμηθούν οι μεταβολές στις μηνιαίες δόσεις τοκοχρεολυτικών δανείων.

– Στεγαστικά με κυμαινόμενο: Τα κυμαινόμενα επιτόκια στα στεγαστικά κινούνται μεταξύ 0,9% και 4%, με το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στα νέα δάνεια να υπολογίζεται στο 2,39%. Για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο σήμερα στο 2,40%, διάρκειας 15 ετών, η μηνιαία δόση υπολογίζεται σε 668 ευρώ. Μετά την αύξηση κατά μισή μονάδα, η δόση ανέρχεται σε 692 ευρώ.

– Στεγαστικά σταθερού επιτοκίου: Σήμερα το μέσο επιτόκιο των νέων σταθερών επιτοκίων βρίσκεται γύρω στο 3%. Η αύξηση σε αυτά τα δάνεια αναμένεται να είναι μεγαλύτερη, π.χ. κατά 1 έως 1,5 μονάδες, διότι αυξάνεται περισσότερο (και έχει ήδη αυξηθεί) το κόστος των τραπεζών που κλείνουν με swap τα σταθερά επιτόκια για μεγάλες διάρκειες. Έτσι, ένα δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 15 ετών, με σταθερό επιτόκιο 3% και με μηνιαία δόση 696 ευρώ, σύντομα μπορεί να μην υπάρχει και η τιμολόγηση για τους νέους δανειολήπτες να κυμαίνεται μεταξύ 4% και 4,5%, με μηνιαία δόση 746 ευρώ – 771 ευρώ.

– Καταναλωτική πίστη: Αντίστοιχα λειτουργούν τα καταναλωτικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, με τη διαφορά ότι το περιθώριο επί του euribor είναι αρκετά υψηλό, ειδικά σε πιστωτικές κάρτες και υπεραναλήψεις. Σήμερα το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στα τοκοχρεολυτικά καταναλωτικά δάνεια βρίσκεται στο 11,37%, ενώ στις πιστωτικές ξεπερνά το 16%.

– Επιχειρηματικά δάνεια: Πρόκειται για μια κατηγορία με συνολικά υπόλοιπα 58 δισ. ευρώ, όπου η συνολική επίπτωση είναι δύσκολη στον υπολογισμό, καθώς υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες (τακτής λήξης, γραμμές πίστωσης, συγχρηματοδοτούμενα, με εγγυήσεις), με επιτόκια που ξεκινούν από 2,5% και φτάνουν μέχρι 6,5% (νέα υπόλοιπα). Ωστόσο, λόγω ανταγωνισμού και κυρίως στα μεγάλα δάνεια αναμένεται να περάσει μικρότερη αύξηση σε σχέση με άλλες κατηγορίες. Αυτό θα καθοριστεί και από τις δυσκολίες άντλησης κεφαλαίων των επιχειρήσεων από εναλλακτικές πηγές, όπως από ομόλογα ή μετοχές, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.

Κόκκινα δάνεια

Την ίδια στιγμή, υπάρχουν κόκκινα δάνεια που έχουν τακτοποιηθεί και έχουν μεταφερθεί σε funds και servicers, ύψους 100 δισ. ευρώ, ενώ περίπου 9 δισ. ευρώ που είναι εξυπηρετούμενα θεωρούνται πιθανή πηγή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς άμεσα ή έμμεσα στηρίζονται από διάφορα μέτρα ή εγγυήσεις. Ο πληθωρισμός από τη μια και η αύξηση των επιτοκίων από την άλλη αυξάνουν τις πιθανότητες για νέα κόκκινα δάνεια. Ήδη το re-default rate στους 15-18 μήνες μετά τη ρύθμιση έχει ήδη αυξηθεί στο α’ τρίμηνο του 2022 πάνω από το 30%, όταν ένα τρίμηνο πριν ήταν κοντά στο 25%-29%. Επίσης, το default rate στην Ελλάδα είναι τριπλάσιο της Ε.Ε. και βρίσκεται στο 1,5%.

Κάθε μείωση εισοδήματος του δανειολήπτη κατά 300 ευρώ ή 20% έχει υπολογιστεί από τις τράπεζες ότι μπορεί να δημιουργήσει νέα κόκκινα δάνεια 400-600 εκατ. ευρώ, με αντίστοιχη ανάγκη από τις τράπεζες για αύξηση των προβλέψεων (μείωση κερδών) κατά 80-100 εκατ.

Τράπεζες, ασφαλιστικές

Η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών σε μεγαλύτερο βαθμό από τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις από τα κόκκινα δάνεια ή τις απώλειες από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων. Υπολογίζεται ότι για κάθε αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης οι απώλειες ανέρχονται σε περίπου 100 εκατ. την τετραετία.

Παράλληλα, η αύξηση του πληθωρισμού ενισχύει τη ζήτηση για δάνεια, καθώς περιορίζει το πραγματικό κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο μείον πληθωρισμός). Αυτό λειτουργεί όπως με τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων, αλλά από την πλευρά του δανειολήπτη, υπό την έννοια ότι ένα μέρος του επιτοκίου δανεισμού (κόστος) θα το ροκάνιζε ο πληθωρισμός έτσι κι αλλιώς (αν είχε διαθέσιμο το κεφάλαιο). Παράλληλα, η ακρίβεια αυξάνει τις δανειακές ανάγκες. Ακόμα, ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης και το Ταμείο Ανάκαμψης θα αντισταθμίσουν μέρος της επιβράδυνσης.

Στις ασφαλιστικές εταιρείες, όπως επισημαίνεται και από την ΤτΕ, ένας από τους κινδύνους τους είναι ο επιτοκιακός. Όπως συνέβη κατά την περίοδο της πανδημίας, όπου οι ενέσεις ρευστότητας μείωσαν τα επιτόκια και τα spreads των ομολόγων, με θετικές επιπτώσεις στην κερδοφορία τους, με τον ίδιο τρόπο, αλλά αντίθετα, λειτουργεί η αύξηση των επιτοκίων, καθώς οι παρούσες αξίες υπολογίζονται με μεγαλύτερο προεξοφλητικό επιτόκιο. Από την άλλη, επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις.

Οικονομία

Σε περιόδους κρίσης το δημόσιο χρέος αυξάνεται, κάτι που βραχυπρόθεσμα βοηθά την οικονομία να βγει από την ύφεση. Μακροπρόθεσμα, όμως, το υψηλό δημόσιο χρέος “κόβει” από την ανάπτυξη. Το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί να αυξηθεί από παρεμβάσεις για μετριασμό των επιπτώσεων από την ενεργειακή κρίση και τις άλλες επιπτώσεις από τον πόλεμο, την αβεβαιότητα κ.λπ. Δεν εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί από το κόστος χρήματος, καθώς η μέση διάρκεια ξεπερνά την 20ετία. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα συνεχίσει την αγορά ελληνικών ομολόγων και την αντικατάσταση λήξεων με νέα μέχρι το 2024, ενώ σχεδιάζει μηχανισμό εξισορρόπησης των spreads για τις υπερχρεωμένες οικονομίες του Nότου, όπως Ελλάδα και Ιταλία.

Αρνητικά επιδρά και η αύξηση του ιδιωτικού χρέους και των ληξιπρόθεσμων προς εφορία και Ταμεία. Έτσι, η αύξηση των επιτοκίων, όπως και ο πληθωρισμός, ροκανίζουν την ανάπτυξη. Το σημερινό μείγμα ανατιμήσεων και πολέμου στην Ουκρανία υπολογίζεται από την ΤτΕ ότι θα κοστίσει στον ρυθμό ανάπτυξης το 2022 μία έως δύο ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με το βασικό και το δυσμενές σενάριο, αντίστοιχα. Έτσι, ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης, από 4,8%, μπορεί να πέσει στο 3,8% ή στο 2,8%.

Ο πληθωρισμός, για τον οποίο γίνεται συζήτηση για αύξηση επιτοκίων προκειμένου να ελεγχθεί, επηρεάζει την ανάπτυξη και μέσω της ανταγωνιστικότητας και του ισοζυγίου (αύξηση κόστους παραγωγής), πέρα από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Πώς επηρεάζουν οι αποφάσεις της ΕΚΤ τα τελικά επιτόκια των τραπεζών

Το βασικό σενάριο των τραπεζών προβλέπει αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,5 της μονάδας, κάτι που θα φέρει το euribor 1 μήνα και 3 μηνών κοντά στο μηδέν ή οριακά υψηλότερα μέχρι το τέλος του έτους. Το σενάριο προβλέπει τη συνολική άνοδο μέχρι το τέλος του έτους και όχι τα βήματα (π.χ. δύο αυξήσεις κατά 0,25 της μονάδας η καθεμία).

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών, η πρώτη αύξηση κατά 0,5 της μονάδας θα επιφέρει αύξηση επιτοκιακών εσόδων κατά 250 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι τράπεζες έχουν υπολογίσει την επίπτωση στα επιτοκιακά τους έσοδα με αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 1 μονάδα. Σε αυτή την περίπτωση, προκύπτουν επιπλέον έσοδα κατά περίπου 400-500 εκατ. ευρώ. Ενώ η αύξηση κατά 1,5 ή 2 μονάδες μόνο για μια τράπεζα φέρνει επιπλέον έσοδα 350 εκατ. ευρώ.

Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η επίπτωση από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν είναι ανάλογη, διότι κάθε βηματισμός (π.χ. από το -0,50% στο μηδέν, κ.ο.κ.) περνά με διαφορετικό τρόπο στα επιτόκια δανείων και στις καταθέσεις.

Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους:

Πρώτον, σε πολλά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (επιχειρηματικά και λιανικής) δεν λαμβάνεται υπόψη στην τελική τιμολόγηση το euribor όσο αυτό είναι αρνητικό. Δηλαδή θεωρείται μηδέν και επιβάλλεται μόνο το περιθώριο. Έτσι, μέχρι να αυξηθεί το euribor στο μηδέν, η όποια ενδιάμεση άνοδος δεν επηρεάζει τη δόση του δανείου.

Δεύτερον, τα περισσότερα δάνεια είναι τοκοχρεολυτικά, δηλαδή στην αρχή της διάρκειάς τους αποπληρώνεται μεγαλύτερο μέρος του τόκου και λιγότερο κεφάλαιο, ενώ προς τη λήξη τους το αντίθετο.

Τρίτον, στις πρώτες αυξήσεις, το μεγαλύτερο μέρος συνήθως περνά στα επιτόκια δανείων και μικρότερο στις καταθέσεις, αλλά με τρόπο που κάθε φορά εξαρτάται από τον ανταγωνισμό και δεν επηρεάζει αρνητικά το επιτοκιακό περιθώριο. Όσο μεγαλώνουν οι αυξήσεις επιτοκίων, τόσο μεγαλύτερο μέρος περνά στις καταθέσεις, ανάλογα και με τις συνθήκες αγοράς χρήματος και κεφαλαίων.

Τέταρτον, όσο υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα από τα μέτρα της ΕΚΤ στην πανδημία (περίπου 8 τρισ. ευρώ), το euribor ακολουθεί το παρεμβατικό επιτόκιο, που είναι σήμερα στο -0,5%. Όταν απορροφηθεί η ρευστότητα αυτή, τότε το euribor, ιστορικά τουλάχιστον, συνδέεται με το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, που είναι σήμερα στο μηδέν. Επομένως, όταν το euribor συνδεθεί με το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ, το οποίο θα έχει κι αυτό αυξηθεί, αναμένεται ότι θα γίνει πιο απότομη αναπροσαρμογή στα κυμαινόμενα επιτόκια δανείων και στα επιτόκια καταθέσεων. Αυτό εκτιμάται από τις τράπεζες σε ένα με δύο έτη.