Βασίλης Ρώτας: Μεγάλα προσπάθησα, ωραία κι αληθινά
Στη γη, όπου πέρασα, πάτησα ελαφρά, με συστολή
Έλα αν θέλεις, μου είπε ο Στέργιος Βαλιούλης, και το βράδυ μετά την εκδήλωση λέμε να πάμε τον Βασίλη Ρώτα και τη Δαμιανάκου στα Κάστρα. Οκτώβριος του ’75· είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη, προσκαλεσμένος από τη Λέσχη Γραμμάτων, έπειτα από πολλές αναβολές και αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Ανέστη Ευαγγέλου –αντιπρόεδρου τότε του Σωματείου– για να κάνω μια παρουσίαση της πεζογραφίας του Τάκη Χατζή. Ο ίδιος ο Χατζής, παρά τις αρχικές υποσχέσεις που μου είχε δώσει, προφασίστηκε εμπόδια της τελευταίας στιγμής και δεν ήρθε, οσφραινόμενος ίσως κακοτοπιές που εγώ δε διέκρινα. Αλλά παρά την απουσία του ή, μάλλον, λόγω αυτής, η βραδιά εξελίχθηκε –προς μεγάλη μου αμηχανία– περισσότερο σε έντονη αντιπαράθεση «πολιτικολογιών». Κεντρικό σημείο της το αν ο αναμφισβήτητος ελεγειακός τόνος που κυριαρχούσε στα διηγήματα των Ανυπεράσπιστων ήταν ή όχι έμμεσα δηλωτικός των αμφιβολιών και των αντιρρήσεων του συγγραφέα για τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Η παρουσία του Κωστή Μοσκώφ, που τότε ανέπτυσσε μια θεωρία ομιχλώδη αλλά και γοητευτική, όπου και συγκεφαλαίωνε μ’ έναν τρόπο την πολιτική στράτευση στην «κομμουνιστική ορθοδοξία» και την «αισθησιακή αναγωγή του ατόμου στο συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας», είχε οξύνει τη ροβεσπιερική διάθεση ορισμένων γνωστών θερμόαιμων. […]
Ανεβαίνοντας εδώ σχεδίαζα να μείνω μερικές μέρες ανάμεσα σε φίλους που μετά τα φοιτητικά μας χρόνια είχαν κάνει οριστική τη σχέση τους με τη Θεσσαλονίκη: ο Γιώργος Μήλιας για παράδειγμα – ακόμα και σήμερα δεν ξέρω άλλον που να προσωποποίησε, σ’ εκείνα τα χρόνια, τόσο απόλυτα, τόσο διαλυτικά και για τόσο καιρό τις ενοχές και τις μεταμορφώσεις της ελληνικής Αριστεράς. Από την άλλη όμως μεριά σκεφτόμουν ότι ο Ρώτας δεν μπορούσε να ταυτιστεί με τη δογματική στενοκεφαλιά ορισμένων. Μπορεί να είχε τις έμμονες ιδέες του –την ανάδειξη του ηρωικού και αδέσμευτου φρονήματος του λαού ως πάγιας και καταλυτικής αξίας μέσα στο χρόνο–, αλλά η αλήθεια είναι ότι τις ιδέες αυτές τις είχε υπερασπιστεί με πάθος, χωρίς να λογαριάζει πολιτικές γραμμές και σκοπιμότητες. Ήταν, για εκείνον που ήθελε να δει την πορεία του από τα πρώτα ακόμα χρόνια του μεσοπολέμου, ένας έντιμος αποσυνάγωγος, συγκλίνοντας κατά καιρούς με διάφορες πολιτικές θέσεις που κατά τη γνώμη του πλησίαζαν περισσότερο στις δικές του αντιλήψεις για τη ζωή.
Έτσι ή αλλιώς, είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που τον συνάντησα – συνάντησα τρόπος τού λέγειν, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Μόλις που καταφέρνω να ξεχωρίσω στη μνήμη μου, όπως σε ασπρόμαυρη και φθαρμένη από τα πολλά παιξίματα ταινία μιας παλιάς εποχής, το βράδυ, φθινόπωρο του 1966, στην απόλυτα γυμνή και σκοτεινή αίθουσα του Σκοπευτήριου της Καισαριανής. Υπάρχει ακόμα αυτή η αίθουσα; Υγρασία, αλλά κόσμος πολύς: μια τιμητική εκδήλωση για τον Βάρναλη, κι εγώ πώς βρέθηκα εκεί τσόντα της νεολαιίστικης παρέας που τη διοργάνωσε. Ένιωθα αρκετά μπερδεμένος καθώς στριμωχνόμουν σ’ ένα τραπέζι, και επιπλέον να είμαι κοντοκουρεμένος και να με κοιτάζουν αρκετοί με πλάγιες φιλύποπτες ματιές, και να έχω ακόμα στην τσέπη μου –κάτι ακόμα πιο «ενοχοποιητικό»– το χαρτί της διήμερης από τη Σχολή Πεζικού της Χαλκίδας!
Τον ξεχωρίζω και πάλι, καθισμένο στο κέντρο περίπου της αίθουσας, μαζί με τον Βάρναλη, τον Αυγέρη, την Έλλη Αλεξίου· χτυπούν φιλικά ο ένας την πλάτη του άλλου, γελούν· ύστερα από μια παρατεταμένη αναμονή σηκώνεται κάποια στιγμή ο Ρώτας όρθιος και αποτείνεται προς τον Βάρναλη, χαιρετώντας τον. Βραχύσωμος, λιπόσαρκος, αλλά νευρώδης. Η φωνή του απροσδόκητα δυνατή σε σχέση με τη σωματική του διάπλαση. Από τις κινήσεις των χεριών του αλλά και από το στήσιμο του σώματός του –αυτό το ασυναίσθητο τέντωμα προς τα πάνω– μαντεύεις τον άνθρωπο που δεν αφήνει εύκολα τους άλλους να τον σκιάσουν. Μιλά με στρογγυλεμένες φράσεις, σαν να τις κόβει εκεί όπου ολοκληρώνεται το νόημά τους. Κάνοντας μια μάλλον επιπόλαιη σύγκριση, θα σκεφτόμουν ότι η εικόνα που έβγαζε προς τα έξω, δηλαδή του λογοτέχνη που δεν κρατά καθόλου αποστάσεις από το περιβάλλον του και που ο λόγος του προσομοιάζει συνειδητά στον κοινό λόγο, έμοιαζε αρκετά στο απροσποίητο ύφος του Βάρναλη. Χωρίς όμως το βάθος της φωνής του. Τώρα υψώνουν τα ποτήρια: χαιρετούρες, εγκαρδιότητες, που φαντάζομαι πως έχουν επαναληφθεί πάμπολλες φορές, με διάφορες ευκαιρίες. Αλλά αναφερόμαστε σε μια εποχή όπου όλες αυτές οι τελετουργικές διαδικασίες είχαν οπωσδήποτε το ιδιαίτερο νόημά τους. Ας μην ξεχνάμε πως το ’66 και ο Ρώτας και ο Βάρναλης ήταν κάτι σαν σύμβολα για έναν κόσμο που έβλεπε την τέχνη σφιχταγκαλιασμένη με τις καθημερινές όψεις της πολιτικής.
Και τώρα, μια δεκαετία αργότερα, τι έχει απομείνει από εκείνη την αίσθηση της αγωνιστικής αφέλειας; Ο Βάρναλης, φευγάτος. Και ο Ρώτας; Περισσότερο αδυνατισμένος, περισσότερο θαμπός. Μετά τα εισαγωγικά τον καλούν ν’ ανεβεί να πει δυο λόγια. Το θέμα του είναι «Θέατρο και δημοκρατία» ή κάτι παραπλήσιο που τώρα δε θυμάμαι ακριβώς. Προχωρά με κάποια δυσκολία, αλλά όταν κάθεται και αρχίζει να μιλά διακρίνεις τη ζωτικότητα να επανέρχεται σ’ αυτόν το μικρόσωμο άντρα. Το βλέμμα του, κυρίως το βλέμμα του: διαπεραστικό κάτω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του, κάπου κάπου περιπαιχτικό. Το αισθάνεται κανείς να δένεται, να τρέφεται και να συνομιλεί κάτω από τα λόγια με το πλήθος που έχει γεμίσει την αίθουσα και που τη στιγμή αυτή είναι ίσως απορροφημένο όχι από το ίδιο το θέμα του ομιλητή αλλά από ό,τι τον περιβάλλει και τον συνοδεύει: από ό,τι δηλαδή εκλύει εκείνος ως παρουσία. Από ένα σημείο και πέρα δεν ακούω τίποτε· εδώ κι εκεί πιάνω αφηρημένος κάποια σπαράγματα του λόγου του: η λειτουργία του θεάτρου στην Ελεύθερη Ελλάδα τον καιρό της Κατοχής, οι προσπάθειές του να χρησιμοποιήσει το Θέατρο Σκιών και τις συμβολικές φιγούρες του για να περάσει στο ευρύ κοινό μια διαφορετική άποψη για την ιστορία…
Τελειώνει. Φεύγουμε. Καταλήγουμε στην Πάνω Πόλη, σε ένα χώρο εξίσου απρόσωπο με τον άλλο, της Καισαριανής. Βγάζει την τραγιάσκα και την ακουμπά δίπλα στο πιάτο του. Υπάρχει ένα μούδιασμα στην ατμόσφαιρα, αμήχανα χαμόγελα, βλέμματα που σταματούν αναίτια σε διάφορα σημεία, προσπαθώντας να ξετρυπώσουν τι; Καθόμαστε γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, η Βούλα Δαμιανάκου, ο Στέργιος Βαλιούλης, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Γιάννης Καρατζόγλου, άλλοι, ο Πρόδρομος Μάρκογλου – ίσως, δεν είμαι βέβαιος. Ξαφνικά ο Ρώτας μοιάζει να είναι απόμακρος, τραβηγμένος αρκετά στον εαυτό του· απαντά με μισόλογα στις απόπειρες αυτών που επιχειρούν να συνδέσουν τον ομιλητή που άκουγαν ως πριν από λίγο μ’ αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο που τώρα μοιάζει κουρασμένος και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση. Όπως είμαι πλάγια απέναντί του στο τραπέζι, σκύβω αρκετά και δυναμώνοντας τη φωνή μου τού θυμίζω τη συνεστίαση στο Σκοπευτήριο. Ξαφνιάζεται, αλλά τη θυμάται: «Μπα, ήσουν εκεί;» Για λίγο ξανοίγει το πρόσωπό του. Με ρωτάει τι γυρεύω στη Θεσσαλονίκη. Του λέω. Αρπάζει την ευκαιρία και μου διηγείται γελώντας ένα περιστατικό από την παραμονή του Χατζή στο βουνό. Τον παροιμιώδη, όπως μου λέει, φόβο του για τα αναγνωριστικά αεροπλάνα του στρατού… Και προτού καν τελειώσει, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ακούει κάποιον να τον ρωτά κάτι άλλο, και στρέφει προς τα εκεί. Δεν επιμένω. Θα μπορούσα ίσως να του άνοιγα μια συζήτηση για πράγματα τελείως διαφορετικά, που κάποτε πρέπει να ήταν στα άμεσα ενδιαφέροντά του. Τι σήμαινε, ας πούμε, ο Γιάννης Αποστολάκης για τη συγκρότησή του ή σε τι τον έβρισκε ακόμα αντίθετο η στάση ζωής του Καρυωτάκη. Αλλά οπωσδήποτε αυτά θα του ήταν κάτι περισσότερο από ενοχλητικά…
Βγαίνουμε έξω. Έχει φορέσει πάλι την τραγιάσκα του. Από το ύψος που βρισκόμαστε βλέπουμε την πόλη ως κάτω στη θάλασσα, λουσμένη στο φως της σελήνης. Κάνει ψύχρα αλλά ο ουρανός είναι καθαρός. Εκείνος και η Δαμιανάκου κατευθύνονται προς το αυτοκίνητο που θα τους πάει στο ξενοδοχείο. Προτού μπει μέσα και χαθεί στο σκοτάδι βλέπω το πρόσωπό του, μικροσκοπικό και κατάλευκο, γυρισμένο προς την πόλη…
*Άρθρο του συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας και μεταφραστή Αλέξη Ζήρα για τον Βασίλη Ρώτα, που έφερε τον τίτλο «Ένας έντιμος αποσυνάγωγος» και είχε δημοσιευτεί στη μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου «διαβάζω» (τεύχος 434, Νοέμβριος 2002).
Ο Βασίλης Ρώτας στα ελεύθερα βουνά του ΕΑΜ (φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή)
Ο μπαρμπα-Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε στο Χιλιομόδι Κορινθίας στις 5 Μαΐου (23 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1889 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 1977.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, ο Ρώτας υπήρξε ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, θιασάρχης και σκηνοθέτης.
Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου το 1953
Μαρξιστής και συνεπής αγωνιστής, ο Ρώτας εντρύφησε στη μελέτη του θεάτρου και του λαϊκού πολιτισμού.
Ο Βασίλης Ρώτας μαζί με την Αντιγόνη Βαλάκου και τη Μαίρη Αρώνη
Σύντροφός του υπήρξε επί μακρόν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου.
Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος ο Ρώτας τον μακρό και πλήρη εμπειριών βίο του:
Ο βίος μου
Ο βίος μου ήταν όλο τίμιες προθέσεις και πόθους αγνούς,
οι δρόμοι της ζωής μου μάτιαζαν σκοπούς σοβαρούς.
Μεγάλα προσπάθησα, ωραία κι αληθινά,
χέρια και γόνατα έσπρωξα προς πράματα υψηλά.
Τα όσα λίγα πέτυχα δεν τα φύλαξα για τα παιδιά μου,
δεν έβαλα κέρδη στη μπάντα για τα γερατειά μου.
Δεν έπιασα τόπο να τον φράξω με συρματόπλεγμα αγκαθωτό,
δεν έχτισα πύργο με πολεμίστρες, να κρύψω μέσα θησαυρό.
Στη γη, όπου πέρασα, πάτησα ελαφρά, με συστολή,
συμμάζεψα και τον ίσκιο μου, όπου έγειρα το κορμί.
Δε θα βγει σκύλος να μου γαβγίσει καταγγελία,
ούτε μυρμήγκι να κλαφτεί, για προστυχιά μου ή κακία.
Ακολούθησα σημαίες αγώνων για Ειρήνη και Λευτεριά
και βγήκα μπροστά στους κιντύνους μ’ αποφασισμένη καρδιά.
Στις θυσίες προχώρησα πάντα με τόλμη σεμνή,
δίχως να ξεφεύγω δεξόζερβα ή να φυλάω πισινή.
Όταν όλοι γύρω μου κλαίγανε με χαμένον τον νου,
φώναξα «θάρρος!» κι η φωνή μου ήτανε σάλπισμα σωσμού.
Στους αγώνες έμπαινα όλο πρώτος στη μάχη με ορμή,
στα βραβεία έμενα όλο τελευταίος, όταν όλα είχαν μοιραστεί.
Για τον ίδρωτα του μόχτου μου δε ζήτησα ούτε λεφτό,
για το αίμα, που ’χυσα απ’ το κορμί μου, ούτ’ ευχαριστώ.
Ποτέ δεν επεθύμησα να γίνω αρχηγός ή διευθυντής,
μα οι άλλοι στους κινδύνους μ’ έβαζαν επικεφαλής.
Οι κυνηγημένοι μ’ ευλόγησαν με δάκρυα χαμογελώντας,
οι σκλάβοι με κάλεσαν στο τραπέζι τους τραγουδώντας.
Συνέβγαλα ξόδια φτωχά, σπανά κι εξευτελισμένα,
με πένθος σιωπηλό και βήματα λυπημένα.
Θλιμμένοι με πήραν στα σπίτια τους με μουγγή χαρά,
με κοίμισαν στα στρωσίδια τους με μισόλογα τρυφερά.
Απ’ όποια χωριά πέρασα, σε όποιες μπήκα αυλές,
όλοι μου χαμογέλασαν, τα σκυλιά μού κούνησαν τις ουρές.
Μου ’δωσαν οι φτωχοί το ψωμί τους,
οι γυναίκες την αγάπη τους,
τα παιδιά τη χαρά τους·
αν με ρωτάτε, ανθρώποι, σας το λέω με δάκρυα,
ναι, η ζωή ’ναι ωραία!